κινώπετον

From LSJ
Revision as of 03:25, 3 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (2)

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῐνώπετον Medium diacritics: κινώπετον Low diacritics: κινώπετον Capitals: ΚΙΝΩΠΕΤΟΝ
Transliteration A: kinṓpeton Transliteration B: kinōpeton Transliteration C: kinopeton Beta Code: kinw/peton

English (LSJ)

τό,

   A venomous beast, esp. serpent, Call.Jov.25, Nic.Th. 27, 195:—also κῐνωπ-ηστής, οῦ, ὁ, ib.141.

German (Pape)

[Seite 1441] τό; von κινέω, wie ἑρπετόν von ἕρπω; vgl. auch κνώψ; nach den Alten für κινώπεδα, παρὰ τὸ ἐν τῷ πέδῳ, τῷ ἐδάφει κινεῖσθαι, wilde, gefährliche Thiere, bes. Schlangen u. anderes giftiges Gewürm; Callim. Iov. 25; Nic. Ther. 26. 195.

Greek (Liddell-Scott)

κῐνώπετον: τό, ζῷον δηλητηριῶδες, ἰδίως ὄφις, Καλλ. εἰς Δία 25, Νικ. Θηρ. 27, 195· ― Περὶ τοῦ τὺπου, πρβλ. δακετόν, ἑρπετόν·― ὡσαύτως κῐνωπηστής, οῦ, ὁ, = κινώπετον, ὡς ἑρπηστὴς = ἑρπετόν, Νικ. Θηρ. 141· ἰδίως Λοβ. Μαραλ. 449.

Greek Monolingual

κινώπετον, τὸ (Α)
1. δηλητηριώδες ζώο
2. (ειδ.) φίδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < κνώψ, κνωπός «δηλητηριώδες ζώο. φίδι» — σχηματίστηκε με ανάπτυξη του φωνήεντος -ι- μεταξύ τών συμφώνων κν- και εμφανίζει επίθημα -ετον (πρβλ. μάσπ-ετον, όρπ-ετον)].

Frisk Etymological English

Grammatical information: n.
Meaning: venomenous animal, esp. snake (Call. Jov. 25, Nic. Th. 27 a. 195);
Compounds: κινωπηστής, -οῦ m. id. (Nic. Th. 141), s. below.
Origin: (PG [a word of Pre-Greek origin])
Etymology: Ending as ἑρπετόν, δακετόν resp. ἑρπηστής; prob. with Persson Studien 177 to κνώψ venomenous animal (s. v.) with sec. vowel.