οἴσω
πᾶσα γυνὴ τοῦ λύχνου ἀρθέντος ἡ αὐτή ἐστι → all women are the same in the dark, all women are the same when the lights go out
English (LSJ)
A v. φέρω.
Greek (Liddell-Scott)
French (Bailly abrégé)
f. de φέρω.
English (Autenrieth)
see φέρω.
Greek Monolingual
οἴσω (Α)
μέλλ. του ρ. φέρω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρηματ. επίθ. οἰστός οδηγεί σε ένα θ. οισ-, άγνωστης ετυμολ., από το οποίο σχηματίζεται ο μέλλ. οἴσω του ρ. φέρω. Το θ. αυτό, που υπάρχει παρλλ. προς το θ. του ενεστ. φέρω και του αορ. ἤνεγκον (βλ. λ. ενεγκείν), έπαψε νωρίς να χρησιμοποιείται].
Greek Monotonic
οἴσω: μέλ. του φέρω.
Russian (Dvoretsky)
οἴσω: дор. Thuc. οἰσῶ fut. к φέρω.
Frisk Etymological English
-ομαι
Grammatical information: v.
Meaning: I will bear, bring(Il.)
Other forms: Dor. οἰσῶ, -εῖται (Ar., Theoc., Archim.), pass. οἰσθήσομαι (E., D., Arist.), aor. inf. οἶσαι (Ph. 1, 116), ἀν-οῖσαι (Hdt. 1, 157; -ῶσαι codd.). Subj. ἐπ-οίσΕ (Arc.), οἴσωμεν κομίσωμεν H.; verbal adj. οἰστός bearable (Th.) mostly w. prefix, e.g. δύσ- οἴσω hard to bear (Hp., trag.), ἀν-ύπ- οἴσω unbearable (Timae., D.H.).
Compounds: Often w. prefix, e.g. ἀν-, ἀπ-, ἐπ-, συν-; cf. Meillet Festschrift Kretschmer 140 f. -- As 1, element perh. in οἰσο-φάγος esophagus (s. v.), perh. also in Οἰσε-ζέα (Lesb. fieldname), cf. Schwyzer 442 a. 445.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: But for a few isolated aoristforms (s. above) and οἰστός οἴσω is limited to the fut. (on οἶσε, οἰσέμεν(αι) a.o. Schwyzer 788 w. n. 2, Chantraine Gramm. hom. 1, 417f.) and completes the durative present φέρειν and the momentary-confective aorist ἐνεγκεῖν. As stem must because of οἰσ-τός οἰσ- be assumed; the PN addused by Bechtel Namenst. 8f. Boeot. Ἀνεμ-οίτας, after B. who brings the wind (?), can as little as the other names in -οίτης, -οιτος (Hist. PN 346) be taken as prooof for οἰ-. -- No etymology; the connection with εἰ- go (Prellwitz; s. Bq, WP. 1, 103, W.-Hofmann s. 1. eō) does not convince.