σίκερα
Ἔστιν Δίκης ὀφθαλμός, ὃς τὰ πάνθ' ὁρᾷ → Die Dike hat ein Auge, das nichts übersieht → Das Recht besitzt ein Auge, welches alles sieht
English (LSJ)
τό,
A fermented liquor, strong drink, LXX Le.10.9, Is.24.9, Ev.Luc.1.15, Gal.19.693. (Cf. Hebr. šēkār.)
German (Pape)
[Seite 880] τό, ein künstlicher Wein, ein geistiges, berauschendes Getränk, wie Cider, Bier, Sorbet u. dgl., Sp. Bei Euseb. praep. evang. 6, 10 auch im gen. σίκερος.
Greek (Liddell-Scott)
σίκερα: τό, ποτὸν πνευματῶδες διὰ ζυμώσεως παρασκευαζόμενον, μεθυστικόν, Ἑβδ. (Λευιτ. Ι΄, 9, Ἡσαΐ. ΚΔ΄ , 9), Εὐαγγ. κ. Λουκ. α΄, 15· γεν. σίκερος Εὐσ. Εὐαγγ. Προπ. 275Β· - σικεροποτέω, Καισαρ. Ζητ. 47· - σικερατίζω, Εὐσ. ἔνθ’ ἀνωτ. (ἐκ τοῦ Ἑβρ. shêkâr).
French (Bailly abrégé)
ερος (τό) :
boisson fermentée (cidre, etc.).
Étym. hébr. shèkâr.
English (Strong)
of Hebrew origin (שֵׁכָר); an intoxicant, i.e. intensely fermented liquor: strong drink.
English (Thayer)
τό (Hebrew שֵׁכָר (rather, according to Kautzsch (Gram., p. 11) for שִׁכְרָא (properly, σικρα) the stative emphatic of שְׁכַר (literally, 'intoxicating' drink))), indeclinable (Winer s Grammar, 68 (66); Buttmann, 24 (21)) (yet Eusebius, praep. evang. 6,10, 8 has a genitive σικερος (and Sophocles in his Lex. quotes from Cyrill. Alex. 1,1041d. (edited by Migne) a genitive σικερατος), strong drink, an intoxicating beverage, different from wine (except in μέθυσμα, Winer s RWB under the word Wein, künstlicher; (B. D., under the word Smith's Bible Dictionary, Drink, Strong).
Greek Monolingual
ἡ, ΜΑ
(στους Εβραίους και σε άλλους σημιτικούς λαούς) είδος δυνατού οινοπνευματώδους ποτού που παρασκευαζόταν με ζύμωση του σιταριού και του κριθαριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σημιτικό δάνειο, πρβλ. εβρ. šēkar].
Greek Monotonic
σίκερα: τό, οινοπνευματώδες ποτό που παρασκευάζεται μέσω ζύμωσης, σε Καινή Διαθήκη (εβρ. λέξη).
Russian (Dvoretsky)
σίκερα: v. l. σικέρα τό indecl. (евр.) сикера, хлебное или фруктовое вино NT.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σίκερα, τό sicera (alcoholische drank).
Frisk Etymological English
Grammatical information: n.
Meaning: a kind of fremented drink (LXX)
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Sem.
Etymology: From Sem, Hebr. šekar.