Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σκυθρός

From LSJ
Revision as of 07:20, 3 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (2b)

Γυναικὸς ἐσθλῆς ἐπιτυχεῖν οὐ ῥᾴδιον → Certe invenire feminam haud facile est bonam → Ein braves Eheweib zu finden ist nicht leicht

Menander, Monostichoi, 94
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκυθρός Medium diacritics: σκυθρός Low diacritics: σκυθρός Capitals: ΣΚΥΘΡΟΣ
Transliteration A: skythrós Transliteration B: skythros Transliteration C: skythros Beta Code: skuqro/s

English (LSJ)

ά, όν,

   A angry, sullen, Men.10, Arat.1120.

German (Pape)

[Seite 906] zornig, unwillig, mürrisch, traurig; Men. in VLL.; Arat. Dios. 388.

Greek (Liddell-Scott)

σκυθρός: -ά, -όν, (√ΣΚΥΔ, σκύζομαι), ὠργισμένος, δυσηρεστημένος, Μένανδρ. ἐν «Ἀδελφοῖς» 13, Ἄρατ. 1120. - Καθ’ Ἡσύχ.: «στυγνὸς τὰς ὄψεις, χαλεπός, ὠμός, σκυθρωπός».

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
sombre, triste, chagrin.
Étymologie: R. Σκυδ, être sombre ; cf. σκύζομαι, σκυδμαίνω.

Greek Monolingual

-ά, -όν, Α
οργίλος, οργισμένος, θυμωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. σκυθρός έχει σχηματιστεί είτε < θ. σκυ-δ του σκύζομαι «οργίζομαι» είτε < θ. σκυδ- (πιθ. μέσω ενός τ. σκυσ-θρός) + επίθημα -θρός (πρβλ. νω-θρός)].

Greek Monotonic

σκυθρός: -ά, -όν (σκύζομαι), θυμωμένος, δύσθυμος, κατσούφης, κατηφής, σε Μένανδρ.

Russian (Dvoretsky)

σκυθρός: мрачный, угрюмый Men.

Frisk Etymological English

See also: s. σκυδμαίνω.