Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

στέμφυλον

From LSJ
Revision as of 07:22, 3 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (2b)

ὦ θάνατε παιάν, μή μ᾽ ἀτιμάσῃς μολεῖν· μόνος γὰρ εἶ σὺ τῶν ἀνηκέστων κακῶν ἰατρός, ἄλγος δ᾽ οὐδὲν ἅπτεται νεκροῦ. → O death, the healer, reject me not, but come! For thou alone art the mediciner of ills incurable, and no pain layeth hold on the dead.

Source

German (Pape)

[Seite 934] τό, gew. im plur. τὰ στέμφυλα, die ausgepreßten u. ausgekernten Oliven; βρύων μελίτταις καὶ προβάτοις καὶ στεμφύλοις, Ar. Nubb. 46, vgl. Equ. 803; Schol. κυρίως τὰ ἀποπιέσματα τῶν ἐλαιῶν, εὑρίσκεται δὲ καὶ ἐπὶ τῶν σταφυλῶν; also auch die ausgepreßten Weintrauben, Trester, in welcher Bdtg die genauern Attiker βρύτεα oder βρύτια vorzogen, vgl. Lob. zu Phryn. 405; ὄζοντα στεμφύλων, Alciphr. 3, 20.

Greek (Liddell-Scott)

στέμφῠλον: τό, (στέμβω) ὄγκος ἐλαιῶν ἐξ ὧν ἐξεπιέσθη τὸ ἔλαιον, τὰ ἀποπιέσματα τῶν ἐλαιῶν, Λατ. fraces (ἐκ τοῦ frango), Ἀριστοφ. Ἱππ. 806· ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 395, Ἀριστοφ. Νεφ. 46 (ἔνθα ἴδε τὸν Σχολ.), Ἀποσπ. 345· λιπῶσι στεμφύλοις Φρύνιχ. Κωμ. ἐν «Ποαστρ.» 1, πρβλ. Ἀνδροκλ. παρ’ Ἀριστ. ἐν Ρητ. 2. 23, 22, Ἀθήν. 56D. ΙΙ. ἐν τῷ πληθ. ὡσαύτως, ὄγκος σταφυλῶν, ἐξ ὧν ἐξεπιέσθη ὁ οἶνος, «τσίπουρα», Λατ. floces, Ἱππ. 485. 39., 523. 29, Λυκόφρ. 678· σταφυλῆς στέμφυλα Ἀριστ. Ἀποσπ. 102. - Ἡ προτέρα σημασία λέγεται ὅτι εἶναι ἡ παρ’ Ἀττ., Φρύνιχ. 405.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 marc d’olives;
2 marc de raisin.
Étymologie: στέμβω.

Greek Monotonic

στέμφῠλον: τό (στέμβω), μάζα από πολτοποιημένες ελιές, από τις οποίες εξάχθηκε με την πίεση λάδι, πολτός, αποστραγγίσματα ελιάς, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

στέμφῠλον: τό преимущ. pl. оливковые выжимки, масличный жом Arph.: σταφυλῆς στέμφυλα Arst. виноградный жом.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στέμφυλον -ου, τό [στέμβω] meestal plur. drab, droesem (van uitgeperste olijven of druiven).

Frisk Etymological English

Grammatical information: n.
Meaning: mass of olives from which th oil has been pressed (Ar.).
Other forms: στέμφυλα n. pl. (rarely sg.) squeezed olives or grapes, olive-, grape-mass (IA.) with στεμφυλ-ίτιδες τρύγες grape-mass for wine (Hp.), -ίς id. (Ath.), -ίας οἶνος (pap. IIIa).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin] (V)
Etymology: The connection with σταφυλή (s.v.) is clearly correct; it shows typical Pre-Greek prenasalization. (I don't understand Chantraine's objection to the semantics.) (Not in Furnée.)