ἀκρισία

From LSJ
Revision as of 20:06, 4 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "''' ἡ<b class="num">1)" to "''' ἡ<br /><b class="num">1)")

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκρῐσία Medium diacritics: ἀκρισία Low diacritics: ακρισία Capitals: ΑΚΡΙΣΙΑ
Transliteration A: akrisía Transliteration B: akrisia Transliteration C: akrisia Beta Code: a)krisi/a

English (LSJ)

ἡ, (ἄκριτος)

   A want of distinctness and order, confusion, X. HG7.5.27; ἀ. καὶ ταραχή Epicur.Sent.22.    II want of judgement, bad judgement or choice, Plb.2.35.3, AP7.629 (Antip.); περὶ τῶν φίλων Luc.Tim.8.    III undecided character of a disease, not coming to a crisis, Hp.Epid.1.8: pl., ἠέρος ἀ. unsettled climate, POxy.1796.22.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκρῐσία: ἡ, (ἄκριτος) ἔλλειψις σαφηνείας καὶ τάξεως, σύγχυσις, Ξεν. Ἑλλ. 7. 5, 27. ΙΙ. ἔλλειψις κρίσεως, κακή, ἐσφαλμένη κρίσιςἐκλογή, διαστροφή, Πολύβ. 2. 35, 3. ΙΙΙ. ὁ ἀναποφάσιστος χαρακτὴρ νόσου τινός, μὴ ἱκνουμένης εἰς κρίσιμον σημεῖον, Ἱππ. Ἐπιδ. 1. 945.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 manque d’ordre, confusion;
2 manque de discernement.
Étymologie: ἄκριτος.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ

• Alolema(s): ἀκριἵα Hsch.ι 651
I 1confusión ἀ. καὶ ταραχή X.HG 7.5.27, Epicur.Sent.[5] 22, Plb.38.12.1, D.C.83.6, θόρυβος καὶ ἀ. Plb.5.25.6, ἀ. περὶ πάντας τοὺς Ἕλληνας Plb.2.39.8.
2 carácter incierto, en una enfermedad carencia de crisis Hp.Epid.1.8
plu. ἀ. ἠέρος tiempo variable, inseguro, GDRK 60.2.22.
3 incapacidad para enjuiciar, falta de discernimiento, poco juicio c. gen. subjet. προεστῶτος Plb.7.5.3, Ἑλλήνων AP 7.629 (Antip.Thess.)
c. gen. obj. χειρισμοῦ Plb.2.35.3, c. prep. περὶ τῶν φίλων Luc.Tim.8.
4 ecuanimidad, trato igualitario, incapacidad para hacer distinciones c. gen. subj. δαίμονος SEG 39.972.11 (Lato, Creta II a.C.).
II injusticia Procop.Gaz.M.87.2604D.

Greek Monolingual

η (Α ἀκρισία) (Ν και -σιά) ἄκριτος
διανοητική ανεπάρκεια, έλλειψη ορθής κρίσης, εσφαλμένη κρίση ή επιλογή, απερισκεψία
αρχ.
1. έλλειψη τάξης, αταξία, σύγχυση
2. (για νόσο) το να μη φτάνει μια αρρώστια στο κρισιμότερο σημείο της.

Greek Monotonic

ἀκρῐσία: ἡ (ἄκριτος), έλλειψη σαφήνειας, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἀκρῐσία:
1) запутанность, путаница; замешательство (ἐν τῇ Ἑλλάδι Xen.);
2) путаность суждения, отсутствие здравого смысла (ἄνοια καὶ ἀ. Polyb.): ἀ. περὶ τοὺς φίλους Luc. неумение разбираться в друзьях.