στρόμβος

From LSJ
Revision as of 20:27, 4 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "''' ὁ<b class="num">1)" to "''' ὁ<br /><b class="num">1)")

σκηνὴ πᾶς ὁ βίος καὶ παίγνιον: ἢ μάθε παίζειν, τὴν σπουδὴν μεταθείς, ἢ φέρε τὰς ὀδύνας → all life is a stage and a play: either learn to play laying your gravity aside, or bear with life's pains | the world's a stage, and life's a toy: dress up and play your part; put every serious thought away—or risk a broken heart | Life's a performance. Either join in lightheartedly, or thole the pain. | this life a theatre we well may call, where every actor must perform with art, or laugh it through, and make a farce of all, or learn to bear with grace his tragic part

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στρόμβος Medium diacritics: στρόμβος Low diacritics: στρόμβος Capitals: ΣΤΡΟΜΒΟΣ
Transliteration A: strómbos Transliteration B: strombos Transliteration C: stromvos Beta Code: stro/mbos

English (LSJ)

ὁ,

   A a body rounded or spun round: hence,    1 top, Il. 14.413; ὥσπερ σ. στρέφεσθαι Luc.Asin.42.    2 = στροφάλιγξ, whirlwind, A.Pr.1084 (anap.), prob. in Id.Fr.195.3.    3 trumpet-shell, Arist. HA492a17, al.; sea-snail, Artem.2.14; of a shell used as a trumpet, conch, Lyc.250, Theoc.9.25, Plu.2.713b.    4 snail, Arist.HA548a18, cf. 530a6, PA661a23.    5 = στρόβιλος 6, Nic.Th.884.    6 spindle, Lyc.585.

German (Pape)

[Seite 955] ὁ, wie στρόβος, στροιβός, στρόφος, στρόβελος, ein gedrehter, gewundener Körper; ein Kreisel, στρόμβον δ' ἃς ἔσσευε βαλών, Il. 14, 413; – Wirbelwind, στρόμβοι δὲ κόνιν εἱλίσσουσιν, Aesch. Prom. 1086; – ein gewundenes, nach oben spitzig zugehendes Schneckengehäuse, Theocr. 9, 25; στρόμβοις βουκινίζειν, S. Emp. adv. mus. 24; vgl. Plut. Symp. 7, 8, 4. – Ein Fichten- oder Tannenzapfen, = στρόβιλος, Nic. Th. 884. – Die Spindel, Lycophr. 584.

Greek (Liddell-Scott)

στρόμβος: ὁ, (στρέφω) ὡς τὰ στρόβος, στρόβιλος. σῶμα κυκλοτερὲς ἢ σπειροειδές, ὅθεν, Ι. στρόβιλος, «σβοῦρα», Λατ. turbo, Ἰλ. Ξ. 413· ὥσπερ στρ. στρέφεσθαι Λουκ. Ὄν. 42. 2)= στροφάλιγξ, ἀνεμοστρόβιλος, Αἰσχύλ. Πρ. 1085. 3) σπειροειδὲς ὄστρακον κοχλίου, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 11, 1, π. Ζ. Μορ. 2. 17, 16, κτλ.· ὄστρακον χρησιμεῦον ὡς σάλπιγξ, κόγχη, Λυκόφρ. 250, Πλούτ. 2. 713Β· - ὡσαύτως, κοχλίας, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 15, 22, πρβλ. 4. 4, 35, Θεόκρ. 9. 25. 4)= στρόβιλος ΙΙ. 6, Νικ. Θηρ. 884. 5) ἄτρακτος, Λυκόφρ. 585.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
I. ce qui tourne ou tournoie, particul. :
1 tourbillon;
2 toupie, sabot;
II. objets en spirale, particul. coquillage ; conque marine.
Étymologie: στρέφω.

English (Autenrieth)

(στρέφω): top, Il. 14.413†.

Greek Monolingual

στρόμβος, ο

(γενικά) κάθε σχετικά βαρύ σφαιρικό ή κυλινδρικό σώμα που στρέφεται γύρω από τον άξονά του και, κυρίως, η σβούρα

το συνεστραμμένο, σπειροειδές άνω άκρο τού οστράκου τών σαλιγκαριών, αλλ. κόγχη

(νεοελλ.) (ζωολ.) γένος θαλάσσιων γαστερόποδων μαλακίων, τυπικός αντιπρόσωπος τής οικογένειας στρομβίδες, που απαντά στα θερμά ρηχά νερά τών τροπικών θαλασσών και αφθονεί στους κοραλλιογενείς υφάλους, με γνωστότερο είδος το Strombus gigas.

ειδικό εργαλείο συστροφής σχοινιών.

(αρχ.) 1. ανεμοστρόβιλος

2. όστρακο που χρησίμευε ως σάλπιγγα

3. το σαλιγκάρι

4. ο καρπός τού πεύκου ή τού ελάτου, το κουκουνάρι

5. ηλακάτη, ρόκα

Greek Monotonic

στρόμβος: ὁ (στρέφω), περιστρεφόμενο ή περιδινούμενο σώμα· απ' όπου·
1. σβούρα, Λατ. turbo, σε Ομήρ. Ιλ.
2. ανεμοστρόβιλος, σε Αισχύλ.
3. κοχλίας, σαλιγκάρι, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

στρόμβος:
1) кубарь, волчок Hom., Luc.;
2) вихрь, смерч Aesch., Plut.;
3) коническая раковина Arst., Theocr., Plut., Sext.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στρόμβος -ου, ὁ [~ στρεβλός?] iets dat ronddraait, draaier tol:. ὥσπερ σ. στρέφεσθαι ronddraaien als een tol Luc. 39.42. wervelwind. van een spiraalvormige schelp. Theocr. Id. 9.25.