ας
ὦ διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity
Greek Monolingual
(I)
ἆς (αιολ.) και ἇς δωρ. (Α)
έως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἇFoς < ἇος < ἇς, με συναίρεση. Ο αιολ. τ. ἇς, με αιολική ψίλωση, ενώ ο αντίστοιχος τ. της Ιων.-Αττικής είναι ἕως].
(II)
μόριο που δηλώνει: 1. συγκατάθεση, παραχώρηση ή αποδοχή
2. ευχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. < (προστακτική) άφες (του αρχ. ρ. αφίημι «αφήνω»), που προήλθε με συγκοπή. Στους μετακλασικούς χρόνους απαντά ως παρακελευσματικό μόριο πριν από ρηματικούς τύπους. Απίθανη θεωρείται η άποψη ας < έασε, προστ. του ρ. εώ «επιτρέπω, αφήνω», γιατί ο τ. έασε δεν είχε ανάλογη χρήση].