αχνίζω
ἧς ἂν ἐπ' ἐλάχιστον ἀρετῆς πέρι ἢ ψόγου ἐν τοῖς ἄρσεσι κλέος ᾖ → of whom there is least talk either for praise or blame, of whom there is least notoriety among the men either for praise or blame
Greek Monolingual
(I)
1. γίνομαι αχνός, ωχρός
2. χάνω το χρώμα μου, ξεθωριάζω
3. γίνομαι ισχνός, αδυνατίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επίθ. αχνός].
(II)
1. βγάζω αχνό
2. θερμαίνω ή ψήνω κάτι στον αχνό
3. εκθέτω στην επίδραση του αχνού (κυρίως για θεραπευτικούς λόγους, κρυολόγημα κ.λπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύμφωνα με μία υπόθεση το ρ. αχνίζω (II) < ουσ. άχνη. Κατ' άλλη άποψη όμως το αχνίζω (II) προήλθε από το αρχ. ατμίζω μετά από τις ακόλουθες μεταβολές: ατμίζω > αθνίζω (με τροπή του ψιλού στο αντίστοιχο δασύ πριν από έρρινο και συγχρόνως τροπή του -μ- σε -ν-) > αφνίζω (με τροπή του -θ- σε -φ- πριν από έρρινο, πρβλ. αρίθμητος > αρίφνητος) > αχνίζω (πρβλ. ρίφνω > ρίχνω)].