νεότευκτος

From LSJ
Revision as of 11:45, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεότευκτος Medium diacritics: νεότευκτος Low diacritics: νεότευκτος Capitals: ΝΕΟΤΕΥΚΤΟΣ
Transliteration A: neóteuktos Transliteration B: neoteuktos Transliteration C: neotefktos Beta Code: neo/teuktos

English (LSJ)

ον,

   A newly wrought, κασσίτερος Il.21.592; εἰκών Epigr.Gr.311 (Smyrna).

German (Pape)

[Seite 245] neu bereitet, neu gemacht, κνημὶς νεοτεύκτου κασσιτέροιο, Il. 21, 592.

Greek (Liddell-Scott)

νεότευκτος: -ον, ὁ νεωστὶ εἰργασμένος, κασσίτερος Ἰλ. Φ. 592· εἰκὼν Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 311.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
nouvellement fabriqué.
Étymologie: νέος, τεύχω.

English (Autenrieth)

(τεύχω): newly wrought, Il. 21.592†.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α νεότευκτος, -ον)
αυτός που κατασκευάστηκε πρόσφατα, νεόκτιστος, νεόδμητος, καινουργιοφτειαγμένος (α. «νεότευκτο σπίτι» β. «κνημὶς νεοτεύκτου κασσιτέροιο σμερδαλέον κονάβη σε», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -τευκτος (< τεύχω «κατασκευάζω»), πρβλ. ποικιλό-τευκτος χρυσό-τευκτος].

Greek Monotonic

νεότευκτος: -ον, πρόσφατα κατεργασμένος, μόλις κατασκευασμένος, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

νεότευκτος: вновь изготовленный: κνημὶς νεοτεύκτου κασσιτέροιο Hom. новая оловянная кнемида (поножа).

Middle Liddell

νεό-τευκτος, ον,
newly wrought, Il.