ἀγαστός

From LSJ
Revision as of 11:55, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

ἀλλ' ἐσθ' ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν → but death is the ultimate healer of ills

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀγαστός Medium diacritics: ἀγαστός Low diacritics: αγαστός Capitals: ΑΓΑΣΤΟΣ
Transliteration A: agastós Transliteration B: agastos Transliteration C: agastos Beta Code: a)gasto/s

English (LSJ)

ή, όν, (ἄγαμαι) later form of Hom. ἀγητός,

   A admirable, A.Fr.268; οὐκέτι μοι βίος ἀ. E.Hec.168; ἐκεῖνο δὲ κρίνω τοῦ ἀνδρὸς ἀ. X.HG2.3.56, cf. An.1.9.24, Plu.Aem.22, Procop.Aed.1.4. Adv. -τῶς, prob. in S.Ichn.243, cf. X.Ages.1.24. (Pure Att. θαυμαστός.)

German (Pape)

[Seite 9] adj. verb. zu ἄγαμαι, bewundernswürdig. Ggstz. οὐ θαυμαστόν Xen. Anab. 1, 9, 24; μεμπτόν Plut. Cat. mai. 24; verb. mit τίμιος Plat. Leag. VII, 868 c. – Adv. ἀγαστῶς, Xen. Ages. 1, 24.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγαστός: -ή, -όν, (ἄγαμαι) ἄξιος θαυμασμοῦ, μεταγ. τύπος τοῦ Ὁμηρ. ἀγητός, θαυμαστός, Αἰσχύλ. Ἀπόσπ. 265· οὐκέτι μοι βίος ἀγ. Εὐρ. Ἑκ. 169· ἐκεῖνο δὲ κρίνω τοῦ ἀνδρὸς ἀγ., Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 56, πρβλ. Ἀν. 1. 9, 24, Οἰκ. 11. 19, Ἱππ. 11. 9, συχνὰ παρὰ Πλουτ. - Ἐπίρρ. -τῶς, Ξεν. Ἀγησ. 1. 24. - Παρ’ ἄλλοις Ἀττ. συγγραφ. ἡ λ. θαυμαστὸς προτιμᾶται.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
digne d’admiration.
Étymologie: ἄγαμαι.

Spanish (DGE)

-ή, -όν

• Prosodia: [ᾰ-]
1 admirable, maravilloso A.Fr.268, οὐκέτι μοι βίος ἀ. ya no me gusta la vida E.Hec.168, cf. Pl.Lg.808c, ἐκεῖνο δὲ κρίνω τοῦ ἀνδρὸς ἀγαστόν X.HG 2.3.56, cf. An.1.9.25, ἀ. θεοῖς Pl.Smp.197d, πᾶσι γὰρ ἀ. admirado por todos Plu.Aem.22, cf. Procop.Aed.1.4.8, Synes.Regn.17 (p.40), ἀγαστὸν πάθος maravillosa, deleitable sensación S.E.P.3.184.
2 adv. -ῶς admirable, maravillosamente ἀ. ἐγάρυσε θέσπιν αὐδάν S.Fr.314.249 (cj.), cf. X.Ages.1.24.

Greek Monotonic

ἀγαστός: -ή, -όν, ρημ. επίθ. του ἄγαμαι, αυτός που δικαιούται το θαυμασμό· μεταγεν. τύπος του Ομηρ. ἀγητός, αξιοθαύμαστος, έξοχος, σε Ευρ., Ξεν.· επίρρ. ἀγαστῶς, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀγαστός: (ᾰγ) достойный восхищения, замечательный, изумительный Aesch., Eur., Xen., Plat., Plut.

Middle Liddell

ἀγατός poet. for ἀγαστός, as θαυματός for θαυμαστός, Hhymn.; verb. adj. of ἄγαμαι
deserving admiration, later form of the Hom. ἀγητός, admirable, Eur., Xen.; adv. -τῶς, Xen. poet. for ἀγαστός, as θαυματός for θαυμαστός, Hhymn.