καρτερόθυμος
μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.
English (LSJ)
ον,
A stronghearted, of heroes, Od.21.25, Il.13.350; Μυσοί 14.512; [Ζεύς], Ἔρις, Hes.Th.476, 225: generally, strong, mighty, ἄνεμοι ib.378.
German (Pape)
[Seite 1330] starkmuthig, starkes, standhaftes Sinnes; Herakles Od. 21, 25; Diomedes Il. 5, 277; Achilleus 13, 350; die Myser 14, 512; Eris Hes. Th. 225, die hartnäckige; übh. stark, gewaltig, ἄνεμοι ib. 378. 476.
Greek (Liddell-Scott)
καρτερόθῡμος: -ον, ἔχων κρατερὰν καρδίαν, καρτερόψυχος, ἐπὶ τοῦ Ἡρακλέους, Ἀχιλλέως, Τυδέως, Ὀδ. Φ. 25, Ἰλ. Ν. 350· ἐπὶ τῶν Μυσῶν, Ξ. 512· ἐπὶ τοῦ Διός, Ἡσ. Θ. 476· ἐπὶ τῆς Ἔριδος, αὐτόθι 225· καθόλου, σφοδρός, ἰσχυρός, ἄνεμοι αὐτόθι 378.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à l’âme ferme, courageux.
Étymologie: καρτερός, θυμός.
Greek Monolingual
καρτερόθυμος, -ον (Α)
1. γενναιόψυχος («Μυσῶν... καρτεροθύμων», Ομ. Ιλ.)
2. ισχυρός, σφοδρός («ἀνέμους... καρτεροθύμους», Ησίοδ.)·
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρτερός + -θυμος (< θυμός «ψυχή, πνεύμα»), πρβλ. αγλαό-θυμος, οξύ-θυμος].
Greek Monotonic
καρτερόθῡμος: -ον, γενναιόψυχος, σε Όμηρ., Ησίοδ.· γενικά, δυνατός, ισχυρός, ἄνεμοι, σε Ησίοδ.
Russian (Dvoretsky)
καρτερόθῡμος:
1) непоколебимый духом, непреклонный, неустрашимый (Διομήδης, Μυσοί Hom.);
2) упорный, упрямый, беспощадный (Ἔρις Hes.);
3) сильный, мощный (ἄνεμοι Hes.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καρτερόθυμος -ον [καρτερός, θυμός] dapper, volhardend; uitbr. krachtig:. ἄνεμοι κ. krachige winden Hes. Th. 378.