κηριάζω

From LSJ
Revision as of 12:19, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κηριάζω Medium diacritics: κηριάζω Low diacritics: κηριάζω Capitals: ΚΗΡΙΑΖΩ
Transliteration A: kēriázō Transliteration B: kēriazō Transliteration C: kiriazo Beta Code: khria/zw

English (LSJ)

   A spawn, of the purple-fish (πορφύρα), whose spawn is like a honeycomb (κηρίον), Arist.HA546b25, GA761b32.

German (Pape)

[Seite 1433] einer Honigwabe ähnlich sein od. ähnlich machen, Arist. H. A. 5, 15 gen. an. 3, 15.

Greek (Liddell-Scott)

κηριάζω: ἐπὶ τῶν ὀστρακοδέρμων, κυρίως δὲ τῆς πορφύρας καὶ τῶν κηρύκων, ἐκχέω τὰ ᾠά μου ἐν εἴδει γλισχρότητος μυξώδους: «αἱ μὲν οὖν πορφύραι τοῦ ἔαρος συναθροιζόμεναι εἰς ταὐτό, ποιοῦσι τὴν καλουμένην μελίκηραν, τοῦτο δ’ ἔστιν οἷον κηρίον, πλὴν οὐχ οὕτω γλαφυρόν, ἀλλ’ ὥσπερ ἂν εἰ ἐκ λεπυρίων ἢ ἐρεβίνθων λευκῶν πολλὰ συμπλακεῖεν» Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 15, 4, π. Ζ. Γεν. 3. 11, 12 καὶ 14.

Greek Monolingual

κηριάζω (Α) κηρίον
(για το ψάρι πορφύρα, του οποίου τα αβγά μοιάζουν με κηρήθρα) γεννώ αβγά όμοια με κηρήθρα.

Russian (Dvoretsky)

κηριάζω:
1) быть похожим на пчелиные соты Arst.;
2) выделять сотообразную жидкость Arst.