τιμητεία

From LSJ
Revision as of 12:50, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

Ἔρως δίκαιος καρπὸν εὐθέως φέρει → Cupiditas, quae sit iusta, fructum fert statim → Gerechtes Streben bringt geradewegs Ertrag

Menander, Monostichoi, 140
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τιμητεία Medium diacritics: τιμητεία Low diacritics: τιμητεία Capitals: ΤΙΜΗΤΕΙΑ
Transliteration A: timēteía Transliteration B: timēteia Transliteration C: timiteia Beta Code: timhtei/a

English (LSJ)

ἡ,

   A censorship, Lat.censura, Plu.Cat.Ma.16, Aem.38, D.C.41.14.

German (Pape)

[Seite 1115] ἡ, das Amt und die Würde des Censors, Plut. Cat. mai. 16; Aemil. P. 38 steht τιμητία.

Greek (Liddell-Scott)

τῑμητεία: ἡ, τὸ ἀξίωμα τοῦ τιμητοῦ, Λατ. censura, Πλουτ. Κάτων Πρεσβύτ. 16, κλπ.· ὡσαύτως τιμητία, ἡ, ὁ αὐτ. ἐν Αἰμιλ. 38, δίς, τὴν διὰ τοῦ ι γραφὴν ἐπηνώρθωσεν ὁ Κοραῆς παρὰ Πλουτ. ἔνθ’ ἀνωτ., ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 132.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
à Rome censure, charge de censeur.
Étymologie: τιμητής.

Greek Monolingual

η, ΝΑ τιμητεύω
(στην αρχ. Ρώμη) η θητεία, το αξίωμα και η εξουσία του τιμητού, του Ρωμαίου κήνσορα («τῆς δ' ὑπατείας κατόπιν ἔτεσι δέκα τιμητείαν ὁ Κάτων παρήγγειλε», Πλούτ.).

Greek Monotonic

τῑμητεία: ή τῑμητία (τιμητής II), ἡ, το αξίωμα του τιμητή, Λατ. censura, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

τῑμητεία: ἡ (лат. censura) пост цензора (в Риме) Plut.

Middle Liddell

τιμητής II]
the censorship, Lat. censura, Plut.