καταλαλιά
ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his
English (LSJ)
ἡ,
A evil report, slander, LXXWi.1.11, 1 Ep.Pet.2.1 (pl.).
German (Pape)
[Seite 1358] ἡ, üble Nachrede, Beschuldigung, N. T., von Thom. Mag. verworfen.
Greek (Liddell-Scott)
καταλᾰλιά: ἡ, κακὴ φήμη, συκοφαντία, κατηγορία, κατάκρισις, Ἑβδ. (Σοφ. Σολ. Α΄, 11), Καιν. Διαθ., Ἐκκλ.
French (Bailly abrégé)
ᾶς (ἡ) :
mauvais propos, parole méchante ou injurieuse.
Étymologie: κατάλαλος.
English (Thayer)
καταλαλιάς, ἡ (κατάλαλος, which see), defamation, evil-speaking: Winer s Grammar, 176 (166); Buttmann, 77 (67)). (Clement of Rome, 1 Corinthians 30,1 [ET]; 35,5 [ET], and ecclesiastical writings; not found in classical Greek.)
Greek Monolingual
η (AM καταλαλιά) καταλαλώ
συκοφαντία, κατηγορία, κακογλωσσιά («ἀποθέμενοι... φθόγγους καὶ πάσας καταλαλιάς», ΚΔ).
Greek Monotonic
καταλᾰλιά: ἡ, κακή φήμη, συκοφαντία, δυσφήμιση, κακογλωσσιά, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
καταλᾰλιά: ἡ злословие, клевета NT.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καταλαλιά -ᾶς, ἡ [κατάλαλος] laster, kwaadsprekerij.