ὑποπετάννυμι

From LSJ
Revision as of 13:35, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποπετάννῡμι Medium diacritics: ὑποπετάννυμι Low diacritics: υποπετάννυμι Capitals: ΥΠΟΠΕΤΑΝΝΥΜΙ
Transliteration A: hypopetánnymi Transliteration B: hypopetannymi Transliteration C: ypopetannymi Beta Code: u(popeta/nnumi

English (LSJ)

   A spread out under, lay under, ὑπὸ λῖτα πετάσσας Od. 1.130; ὑ. τι κάτωθεν Hp.Fist.7:—Pass., πεδίον ὑποπεπταμένον Luc. Fug.25.

German (Pape)

[Seite 1228] (s. πετάννυμι), darunter ausbreiten, unterlegen, πεδίον ὑποπεπταμένον, Luc. fugit. 25.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποπετάννῡμι: μέλλ. -πετάσω, ἁπλώνω ὑποκάτωθεν, ὑποβάλλω κάτωθεν, ὑπὸ λῖτα πετάσσας Ὀδ. Α. 130· ὑπ. τι κάτωθεν Ἱππ. 887C - Παθ., πεδίον ὑποπεπταμένον Λουκιαν. Δραπέτ. 25.

French (Bailly abrégé)

étendre dessous.
Étymologie: ὑπό, πετάννυμι.

Greek Monolingual

Α
1. απλώνω κάτι αποκάτω («αὐτὴν δ' ἐς θρόνον εἷσεν ἄγων, ὑπὸ λῑτα πετάσσας», Ομ. Οδ.)
2. (για εκτάσεις γης) απλώνομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + πετάννυμι «απλώνω, εκτείνω»].

Greek Monotonic

ὑποπετάννῡμι: μέλ. -πετάσω, απλώνω από κάτω, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

ὑποπετάννυμι: подстилать (λῖτα Hom. - in tmesi): πεδίον ὑποπεπταμένον Luc. расстилающаяся внизу долина.

Middle Liddell

fut. -πετάσω
to spread out under, Od.