ἄρκυς
Λεύσσετε, Θήβης οἱ κοιρανίδαι τὴν βασιλειδᾶν μούνην λοιπήν, οἷα πρὸς οἵων ἀνδρῶν πάσχω → See, you leaders of Thebes, what sorts of things I, its last princess, suffer at the hands of such men
English (LSJ)
(ἅρκ- Et.Gen., cf. Paus.Gr.Fr.73), υος, ἡ: pl., nom. and acc., ἄρκυες, -υας, Att. acc. ἄρκυς (v. infr.):—
A net, hunter's net, A.Ag.1116, Ch.1000: more freq. in pl., ἐξ ἀρκύων πέπτωκεν Id.Eu.147 (lyr.); ἀρκύων μολεῖν ἔσω E.Cyc.196; ἄρκυς ἱστάναι to set nets, X.Cyn.6.5; διωκόμενον τὸν λαγὼ εἰς τὰς ἄρκυς ib.10; πλεξάμενος ἄρκυς Ar.Lys. 790: metaph., ἄρκυες ξίφους the toils, i. e. perils, of the sword, E.Med. 1278. 2 woman's hair-net, Hsch.
German (Pape)
[Seite 354] υος, ἡ, nach Eust. Od. 1535, 38 ἅρκυς, das Netz, Jagdnetz, Her. 7, 85; Plat. Legg. VIII, 844 e; übertr., Fallstrick, Gefahr, ἄρκυες ξίφους, Gefahr, durchs Schwert zu sterben, Eur. Med. 1278; vgl. Herc. fur. 729.
French (Bailly abrégé)
υος (ἡ) :
1 rets, filet de chasse;
2 fig. αἱ ἄρκυες piège, embûche.
Étymologie: DELG aucune étym. sûre.
Greek Monolingual
ἄρκυς (-υος), η (Α)
1. κυνηγετικό δίχτυ
2. φρ. «ἄρκυες ξίφους» — οι κίνδυνοι του ξίφους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβ. ετυμολ. Ο τ. ανάγεται στην ΙΕ.ρίζα arqu- «λυγισμένο, καμπυλωτό» και, κατά μία άποψη, συνδέεται με τη λ. άρκευθος καθώς και με τις σλαβικές λέξεις που δηλώνουν την ιτιά (πρβλ. ρωσ. rokita σερβ. rakita, τσεχ. rakyta < ΙΕ. arqū-tᾱ, απ' όπου και το λεττ. erkuls «αδράχτι»). Εξάλλου ο τ. άρκυς σχετίζεται πιθ. με την αράχνη, ενώ δεν μπορεί να γίνει παραδεκτή η άποψη ότι η λ. αποτελεί δάνειο από ανατολικές γλώσσες.
ΣΥΝΘ. αρχ. αρκυστασία, αρκυστάσιον, αρκύστατος, αρκυωρός].
Greek Monotonic
ἄρκῠς: -υος, ἡ, πληθ., ονομ. και αιτ. ἄρκυες, -υας, Αττ. συνηρ. ἄρκῡς· θηρευτικό δίχτυ, δίχτυ κυνηγού, Λατ. cassis, σε Αισχύλ.· συχνά σε πληθ., στον ίδ., Ευρ.· μεταφ., ἄρκυες ξίφους, οι αγώνες, δηλ. οι κίνδυνοι του ξίφους, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἄρκῠς: υος ἡ преимущ. pl. сеть, тенета Her., Xen., Plat., Plut.: ἐγγὺς εἶναι ἀρκύων ξίφους Eur. находиться в опасности погибнуть от меча.
Frisk Etymological English
-υος
Grammatical information: f., mostly pl.
Meaning: net (A.)
Derivatives: ἄρκυον id. (EM, after δίκτυον), also ἄρκυλον δίκτυον H. -
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Unknown. Acc. to Lidén IF 18, 507f., as twined, woven to ἄρκευθος and ἀρκάνη and the Slavic cognates for willow. Improbable, as one expects a deriv. suffix. Techn. term which may well be a substr. word; for the u-stem cf. μίμαρκυς, ῥάπυς \/ ῥάφυς etc.
Middle Liddell
pl., nom. and acc ἄρκυες, -υας, attic contr. ἄρκῡς:— a net, hunter's net, Lat. cassis, Aesch.; oft. in pl., Aesch., Eur.:—metaph., ἄρκυες ξίφους the toils, i. e. perils, of the sword, Eur.