μοχθίζω

From LSJ
Revision as of 15:00, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'

Menander, Monostichoi, 455
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μοχθίζω Medium diacritics: μοχθίζω Low diacritics: μοχθίζω Capitals: ΜΟΧΘΙΖΩ
Transliteration A: mochthízō Transliteration B: mochthizō Transliteration C: mochthizo Beta Code: moxqi/zw

English (LSJ)

   A = μοχθέω, περὶ χρήμασι μ. toil for money, Pi.Fr.123.6; ἕλκεϊ μοχθίζοντα . . ὕδρου suffering from the wound... Il.2.723; δαίμονι δειλῷ μ. Thgn.164; φθειρσὶ μ. Archil.137; ἐτώσια μ. Theoc.1.38, 7.48; μόχθους μ. Mosch.4.44: abs., Orph.A. 1071.

German (Pape)

[Seite 212] = μοχθέω; ἕλκεϊ μοχθίζοντα κακῷ, an schlimmer Wunde leiden, Il. 2, 723; μοχθίζει περὶ χρήμασι, Pind. frg. 88, 2; δαίμονι δειλῷ, mit Unglück zu kämpfen haben, Theogn. 164; auch sp. D., wie Theocr., 38.

Greek (Liddell-Scott)

μοχθίζω: μοχθέω, μ. περὶ χρήμασι Πινδ. Ἀποσπ. 88· ἕλκεϊ μοχθίζοντα κακῷ ὀλοόφρονος ὕδρου, ταλαιπωρούμενον ἐκ τοῦ δήγματος τοῦ ὀλεθρίου ὕδρου, Ἰλ. Β. 723· μ. δαίμονι φαύλῳ Θέογν. 164· φθειρσὶ μ. Ἀρχίλ. 125· ἐτώσια μ. Θεόκρ. 1. 38., 7. 48· μόχθους μ. Μόσχ. 4. 44.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
souffrir : τινί ou τι de qch.
Étymologie: μόχθος.

English (Autenrieth)

= μοχθέω, Il. 2.723†.

English (Slater)

μοχθίζω
   1 labour περὶ χρήμασι μοχθίζει βιαίως (sc. the ambitious man) fr. 123. 7.

Greek Monolingual

μοχθίζω (Α) μόχθος
υφίσταμαι μόχθους, κόπους, υποφέρω.

Greek Monotonic

μοχθίζω: = μοχθέω, υποφέρω, ἕλκει μοχθίζοντα ὕδρου, υποφέρει από τσίμπημα νερόφιδου, σε Ομήρ. Ιλ.· μοχθίζω δαίμονι φαύλῳ, σε Θέογν.

Russian (Dvoretsky)

μοχθίζω: (только praes.)
1) страдать, мучиться (ἕλκεϊ κακῷ Hom.): μ. ἐτώσια Theocr. напрасно мучиться;
2) усиленно трудиться, напряженно работать (περὶ χρήμασι Pind.).

Middle Liddell

μοχθίζω, = μοχθέω
to suffer, ἕλκει μοχθίζοντα ὕδρου suffering by its sting, Il.; μ. δαίμονι φαύλῳ Theogn.