ἠπειρόω

From LSJ
Revision as of 15:00, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

δι' ἐμοῦ βασιλεῖς βασιλεύουσιν, καὶ οἱ δυνάσται γράφουσιν δικαιοσύνην → through me kings rule, and princes dictate justice (Proverbs 8:15, LXX version)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἠπειρόω Medium diacritics: ἠπειρόω Low diacritics: ηπειρόω Capitals: ΗΠΕΙΡΟΩ
Transliteration A: ēpeiróō Transliteration B: ēpeiroō Transliteration C: ipeiroo Beta Code: h)peiro/w

English (LSJ)

   A to make into mainland, opp. θαλαττόω, Arist.Mu.400a28; βυθόν AP9.670:—Pass., to become so, Th.2.102, Ph.2.511.

German (Pape)

[Seite 1174] zum Festlande machen; θάλατταν Arist. mund. 6; βύθον Ep. ad. 370 (IX, 670); pass. νῆσοι ἠπείρωνται Thuc. 2, 102; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἠπειρόω: μεταβάλλω εἰς ἤπειρον, εἰς ξηράν, ἀντιθ. θαλαττόω, ἐπιδρομαί τε κυμάτων καὶ ἀναχωρήσεις πολλάκις καὶ ἠπείρους ἐθαλάττωσαν καὶ θαλάττας ἠπείρωσαν Ἀριστ. π. Κόσμ. 6, 32, Ἀνθ. Π. 9. 670 - παθ. γίνομαι ἤπειρος, καὶ εἰσι τῶν νήσων, αἳ ἠπείρωνται Θουκ. 2. 102.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
transformer en terre ferme.
Étymologie: ἤπειρος.

Greek Monotonic

ἠπειρόω: μεταβάλλω σε ξηρά, σε Ανθ. — Παθ., γίνομαι ήπειρος, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἠπειρόω: 1) превращать в твердую землю, делать сушей (θαλάττας Arst.; βύθον Anth.);
2) делать частью материка (εἰσὶ τῶν νήσων αἳ ἠπείρωνται Thuc.).

Middle Liddell

[from ἤπειρος
to make into mainland, Anth.:—Pass. to become so, Thuc.