ἀνωτερικός

From LSJ
Revision as of 15:05, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνωτερικός Medium diacritics: ἀνωτερικός Low diacritics: ανωτερικός Capitals: ΑΝΩΤΕΡΙΚΟΣ
Transliteration A: anōterikós Transliteration B: anōterikos Transliteration C: anoterikos Beta Code: a)nwteriko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A upper in point of place, inland (v. ἄνω (B) A. 11.1f), Act.Ap.19.1.    2 of a medicine, given by the mouth, τροχίσκος Archig. ap. Aët.9.42, cf. Cass.Fel.48.    II τὸ -κόν medicine which takes effect upwards, emetic, Hp.Superf.29, Gal.10.969.

German (Pape)

[Seite 269] zum Obern gehörig, φάρμακα Gal.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνωτερικός: -ή, -όν, τὰ ἀνωτερικὰ μέρη, τὰ ὑψηλά, τὰ μεσόγαια (ἴδε ἄνω ΙΙ. 1. ε), Πράξ. Ἀπ. ιθ΄, 1. ΙΙ. παρ’ Ἱππ. 264. 11, τὸ ἀνωτερικόν, φάρμακον ἐνεργοῦν πρὸς τὰ ἄνω, ἐμετικόν.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 qui agit par en haut;
2 situé dans l’intérieur des terres.
Étymologie: ἀνώτερος.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I adj.
1 en la parte alta, en el interior (de un país) διελθόντα τὰ ἀνωτερικὰ μέρη Act.Ap.19.1.
2 medic. que se administra por vía oral τροχίσκος Archig. en Aët.9.42 (p.379), cf. Cass.Fel.48.
II subst. medic. τὸ ἀ. vomitivo Hp.Superf.29, Hp.Steril.217, Gal.10.969.

English (Strong)

from ἀνώτερος; superior, i.e. (locally) more remote: upper.

English (Thayer)

ἀνωτερικη, ἀνωτερικον (ἀνώτερος), upper: τά ἀνωτερικά μέρη, Hippocrates and) Galen.)

Greek Monolingual

ἀνωτερικός, -ή, -όν (AM)
αυτός που βρίσκεται στα ενδότερα, στο εσωτερικό μιας χώρας
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀνωτερικόν
εμετικό φάρμακο.

Greek Monotonic

ἀνωτερικός: -ή, -όν, ψηλότερα, στο εσωτερικό μέρος της χώρας, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

ἀνωτερικός: лежащий выше или в глубине страны (τὰ ἀνωτερικὰ μέρη NT).

Middle Liddell

[from ἀνώτερος
upper, inland, NTest.