ἁλίκτυπος
Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann
English (LSJ)
ον,
A sea-smitten, of ships, S.Ant. 953 (lyr.), cf. AP6.23, Nonn.D.31.113; also ἁ. κῦμα roaring on the sea, E.Hipp.754 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 96] meerumrauscht, νῆες Soph. Ant. 943; λέπας Ep. ad. 128 (VI, 23); im Meere rauschend, κῦμα Eur. Hipp. 754; ἀήτης Anacr. 48, 8. Aber Eur. Or. 373, wo es für Schiffer stehen sollte, ist ἁλιτύπος richtigere Lesart.
Greek (Liddell-Scott)
ἁλίκτῠπος: -ον, = ὁ ὑπὸ τῆς θαλάσσης κτυπούμενος, ὁ ὑπὸ τῶν κυμάτων μετὰ πατάγου καὶ ῥόχθου προσβαλλόμενος, ἐπὶ πλοίων, Σοφ. Ἀντ. 953 (λυρ.)· ὡσαύτων κῦμ’ ἀλίκτυπον ἅλμας, τὸ θορυβῶδες καὶ ἠχῆεν κῦμα τῆς θαλάσσης, Εὐρ. Ἱππ. 754 (λυρ.).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 battu des flots;
2 qui résonne sur la mer : ἁλίκτυπον κῦμα EUR les flots retentissants de la mer.
Étymologie: ἅλς¹, κτυπέω.
Spanish (DGE)
(ἁλίκτῠπος) -ον
• Grafía: graf. ἁλαίκτ- Epic.Alex.Adesp.9.2.12
• Prosodia: [ᾰ-]
1 golpeado, batido por el mar ναῦς S.Ant.953, cf. Epic.Alex.Adesp.9.2.12, AP 6.23, Nonn.D.31.113.
2 del mar que golpea, que bate κῦμα E.Hipp.754, πόντος ἁ. Hell.4.56 (Samos IV d.C.)
•que agita el mar ἐς ἁλικτύπους ἀήτας Anacreont.50.8.
Greek Monolingual
ἁλίκτυπος, -ον (Α)
αυτός που χτυπιέται από τα κύματα της θάλασσας, θαλασσόδαρτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι- (<ἃλς) + -κτυπος < κτύπος.
Greek Monotonic
ἁλίκτῠπος: -ον, 1. αυτός που χτυπιέται στη θάλασσα, λέγεται για πλοία σε κακό καιρό, σε Σοφ.
2. λέγεται για κύματα, που ηχούν με θόρυβο στη θάλασσα, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἁλίκτῠπος: 1) ударяемый морскими волнами (νᾶες Soph.; λέπας Anth.);
2) бушующий в море (κῦμα Eur.; ἀήτης Anacr.).
Middle Liddell
1. groaning at sea, of ships in bad weather, Soph.
2. of waves, roaring on the sea, Eur.