ἀμελετησία

From LSJ
Revision as of 15:45, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

ἐὰν οὖν τὰ μαλακὰ σκληρῶς καὶ τὰ σκληρὰ μαλακῶς λέγηται, πιθανὸν γίγνεται → but if, as a result, gentle things are said harshly and harsh things gently, the result is unpersuasive

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμελετησία Medium diacritics: ἀμελετησία Low diacritics: αμελετησία Capitals: ΑΜΕΛΕΤΗΣΙΑ
Transliteration A: ameletēsía Transliteration B: ameletēsia Transliteration C: ameletisia Beta Code: a)melethsi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A want of practice, negligence, Pl.Tht.153b; μνήμης Id.Phdr.275a, cf. Eus.Mynd.Fr.33, Ph.1.548, etc.

German (Pape)

[Seite 121] ἡ, Mangelan Uebung, Vernachlässigung, μνήμης Plat. Phaedr. 275 a u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμελετησία: ἡ, ἔλλειψις ἀσκήσεως ἢ μελέτης, παραμέλησις μελέτης, Πλάτ. Θεαίτ. 153Β· μνήμης ὁ αὐτ. Φαῖδρ. 275Α.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
défaut d’exercice.
Étymologie: ἀμελέτητος.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
falta de ejercicio, inactividad μνήμης Pl.Phdr.275a, cf. Tht.153b, ἐστὶν ἐχθρὸν φύσει ... φιλοπονία ἀμελετησίᾳ Ph.1.548, σῶμα ἀργίη τήκει, ψυχὴν δ' ἀμελετησίη ἀσκήσιος τῶν αὐτὴν ἀειρόντων πρὸς τὸ θεοειδέστατον Eus.Mynd.33, cf. Poll.1.159.

Greek Monolingual

η (Α ἀμελετησία) ἀμελέτητος
έλλειψη μελέτης ή άσκησης, παραμέληση.

Greek Monotonic

ἀμελετησία: ἡ, έλλειψη, παραμέληση ασκήσεως και μελέτης, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀμελετησία: ἡ отсутствие упражнения или заботы, заброшенность, запущенность (ἀ. τε καὶ ἀμαθία Plat.): ἀ. μνήμης Plat. недостаточное упражнение памяти.

Middle Liddell

[From ἀμελέτητος
want of practice, Plat.