ἀλείπτης
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
English (LSJ)
ου, ὁ,
A anointer: hence (cf. ἀλείφω 1) trainer in gymnasia, Arist.EN 1106b1, Plb.27.7.1, Sammelb.4224.7 (i B. C.), Plu.2.133b. 2 metaph., οἱ ἀθληταὶ τῆς ἀρετῆς μὴ ψεύσαντες τοὺς ἀλείπτας νόμους Ph. 2.409; teacher, τῶν πολιτικῶν Plu.Per.4; τῆς κακίας S.E.M.1.298. 3 Lat. aliptes, bath-attendant, Juv.6.422.
German (Pape)
[Seite 91] ὁ, der Salber, bes. in den Ringschulen der Ringmeister, welcher die Ringenden salben läßt u. die Uebungen leitet, Arist. Eth. 2, 6, 7; Pol. 27, 6, 1; Arr. Epict. 3, 10, 1 u. öfter; aliptes, Cic. fam. 1, 9. Dah. übh. Lehrmeister, τῶν πολιτικῶν Plut. Pericl. 4.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλείπτης: -ου, ὁ ἀλείφων ἢ χρίων, ἐντεῦθεν (πρβλ. ἀλείφω Ι.), ὁ διδάσκαλος τῶν ἀθλητῶν ἐν τοῖς γυμνασίοις, Λατ. aliptes, lanista, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2, 6, 7, Πολύβ. 27 6,1, Συλλ. Ἐπιγρ. 418, καὶ ἀλλ. 2) μεταφ., διδάσκαλος, τῶν πολιτικῶν, Πλουτ. Περικλ. 4· τῆς κακίας, Σέξτ. Ἐμπ. 1, 298· πρβλ. Wyttenb. Πλούτ. 2. 133Β.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 celui qui frotte d’huile ; maître de gymnase;
2 fig. maître, instituteur.
Étymologie: ἀλείφω.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Grafía: pap. frec. graf. ἀλίπ-
1 frotador de ungüentos, masajista, preparador físico en el gimnasio, Arist.EN 1106b1, Plb.27.7.1, SB 4224.7 (I a.C.), Plu.2.133b, PAgon.6.72, 73 (II d.C.), SB 7336.21 (III d.C.), de aurigas POxy.2598ue.2 (III/IV d.C.)
•fig. τῶν πολιτικῶν Plu.Per.4, τῆς κακίας S.E.M.1.298, οἱ ἀλεῖπται νόμοι las leyes que actúan como entrenadoras Ph.2.409.
2 servidor del baño Iuu.6.422.
3 revocador, enlucidor Eust.764.15.
Greek Monolingual
ἀλείπτης, ο (Α) (θηλ. ἀλείπτρια)
1. αυτός που άλειφε τους αθλητές στα γυμναστήρια με λάδι
2. δάσκαλος τών αθλητών στα «γυμνάσια», γυμναστής, εκπαιδευτής
3. αυτός που παροτρύνει, παρασύρει σε κάτι, που διδάσκει κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλείφω.
ΠΑΡ. ἀλειπτικός.
Greek Monotonic
ἀλείπτης: -ου, ὁ (ἀλείφω), αυτός που επαλείφει, ο δάσκαλος στα γυμνάσια, σε Αριστ.· μεταφ., δάσκαλος, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἀλείπτης: ου (ᾰ) ὁ
1) алипт, умащиватель, учитель гимнастики (натиравший тела своих учеников маслом) Arst., Polyb., Plut.;
2) перен. учитель, наставник (τῶν πολιτικῶν Plut.; τῆς κακίας Sext.).
Middle Liddell
ἀλείφω
an anointer, a teacher of gymnastics, Arist.:—metaph. a teacher, Plut.