ἀνταποδείκνυμι
αἴθ' ἔγω, χρυσοστέφαν' Ἀφρόδιτα, τόνδε τὸν πάλον λαχοίην (Sappho, fr. 33 L-P) → Oh gold-crowned Aphrodite, if only this winning lot could fall to me
English (LSJ)
or ἀνταποδεικνύω,
A prove in return or answer, X.Smp.2.22; τὸ ἀντικείμενον Arist.Rh.1403a27. 2 appoint instead, D.C.49.43.
German (Pape)
[Seite 244] (s. δείκνυμι), dagegen zeigen, beweisen, Xen. Symp. 2, 22; Arist. rhet. 2, 26.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνταποδείκνυμι: ἢ -ύω: μέλλ. -δείξω: ἀποδεικνύω καὶ ἐγὼ ἐν τῷ μέρει, Ξεν. Συμπ. 2. 22, Ἀριστ. Ρήτ. 2. 26, 3. 2) διορίζω ἀντί τινος, τὸν υἱὸν αὐτοῦ ἀνταπέδειξεν, διώρισεν ἀντ’ ἐκείνου, Δίων Κ. 49. 43.
French (Bailly abrégé)
ao. ἀνταπέδειξα;
démontrer à son tour.
Étymologie: ἀντί, ἀποδείκνυμι.
Spanish (DGE)
1 mostrar a su vez ἀνταπέδειξεν ὅ τι κινοίη τοῦ σώματος ἅπαν τῆς φύσεως γελοιότερον X.Smp.2.22, τὸν υἱὸν αὐτοῦ D.C.49.43.7.
2 probar, demostrar τὸ ἀντικείμενον la proposición contraria Arist.Rh.1403a27.
Greek Monotonic
ἀνταποδείκνῡμι: ή -ύω, μέλ. -δείξω, αποδεικνύω με τη σειρά μου ή απαντώ, σε Ξεν.