ἀπάρτιον
ἔγνω δὲ φώρ τε φῶρα καὶ λύκος λύκον → the thief knows the thief and the wolf knows the wolf, and thief knows thief and wolf his fellow wolf, set a thief to catch a thief
English (LSJ)
προγράφειν, (ἀπαρτία) put up
A goods to public sale, Plu.Cic. 27, 2.205c.
German (Pape)
[Seite 281] προγράφειν, seine Güter zum öffentlichen Verkauf ausbieten, Plut. Reg. apophthg. p. 164; dah. emendat. Cic. 27, wenn nicht ἀπαρτίαν (w. m. s.) zu lesen, für das corrumpirte ἁμαρτίαν.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπάρτιον: προγράφειν, (ἀπαρτία), Λατ. auctionem bonorum proscribere, ἐκθέτω εἰς δημοπρασίαν τὰ ἔπιπλά μου, «ἔστι δὲ ἀπάρτιον, ἡ τῶν ἐπίπλων πρᾶσις ἡ ὑπὸ κήρυκι γινομένη» (Κοραῆς), Πλουτ. Κικ. 27., 2. 205C.
French (Bailly abrégé)
προγράφειν afficher une vente aux enchères.
Étymologie: ἀπαρτί.
Greek Monolingual
ἀπάρτιον, το (Α)
δημοπρασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απ(ο)- + άρτιον, ουδ. του επιθ. άρτιος].
Greek Monotonic
ἀπάρτιον: τό, πώληση αγαθών μέσω δημοπρασίας, μέσω πλειστηριασμού, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἀπάρτιον: τό продажа с торгов: ἀ. προγράφειν Plut. объявлять аукцион.