βράγχιον

From LSJ
Revision as of 17:05, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Ὅμηρον ἐξ Ὁμήρου σαφηνίζεινexplain Homer from Homer, explain Homer with Homer

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βράγχιον Medium diacritics: βράγχιον Low diacritics: βράγχιον Capitals: ΒΡΑΓΧΙΟΝ
Transliteration A: bránchion Transliteration B: branchion Transliteration C: vragchion Beta Code: bra/gxion

English (LSJ)

τό,

   A fin, dub. in Arion 1.4 (βράγχιοι codd. Ael.).    II in pl., gills of fishes, Arist.HA589b19, PA696b1, Theoc.11.54 (sg., Ael.NA16.12).    III = βρόγχιον, βρόγχος, dub.l. in Arist.Spir.483a22, cf. HA603a32.    IV hull of a ship, Hsch.

German (Pape)

[Seite 460] τό, Floßfeder; πτέρωμα βραγχίου Ael. H. A. 16, 12; s. βράγχια.

Greek (Liddell-Scott)

βράγχιον: τό, πτερύγιον. πτέρωμα βραγχίου Αἰλ. Ζ. Ι. 16. 12, πρβλ. Ἀρίωνα αὐτόθι 12. 45 (σ. 566 Bgk.) ΙΙ. κατὰ πληθ. Λατ. branchiae, τὰ σπάραχνα τῶν ἰχθύων, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 8. 2, 8, Ζ. Μ. 4. 13, 15 κ. ἀλλ. ΙΙΙ. = βρόγχιον, βρόγχος, ὁ αὐτ. Προβλ. 50. 5, Πνεύμ. 5, 1· βράγχια, ὁ αὐτ. Ἱστ. Ζ. 8. 21, 1· ἀλλ᾽ ἐν τοῖς χωρίοις τούτοις τὸ βρογχ- εἶναι διάφ. γραφ. καὶ πιθανῶς ἔπρεπεν οὕτω νὰ διορθωθῶσι.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 nageoire;
2 τὰ βράγχια branchies, ouïes des poissons.
Étymologie: DELG t. techn. sans étym.

Spanish (DGE)

-ου, τό

• Alolema(s): βαράγχιον Hdn.Gr.2.481; βαράχνιον Hsch., cf. tb. βρόγχια
I de anim. acuáticos
1 aleta de delfines βραγχίοις ... πλωτοὶ θῆρες Lyr.Adesp.21.4.
2 gener. plu. agallas, branquias ἴδιον δ' ἔχει τὸ τῶν ἰχθύων γένος ... τὴν τῶν βραγχίων φύσιν Arist.PA 696b1, cf. 3, HA 589b19, Gal.5.199, ὤμοι, ὅτ' οὐκ ἔτεκέν μ' ἁ μάτηρ βράγχι' ἔχοντα ¡ay de mí, que no me parió mi madre con branquias! Theoc.11.54, dif. de los opérculos, Arist.PA 696b3, dif. de πλεύμων Arist.Iuu.471b28, βράγχια μικρά de las anguilas, Arist.HA 592a6, cf. Str.17.3.4, no existente en los cetáceos, Arist.PA 697a16, pero cf. Ael.NA 16.12.
II de anim. terrestres bronquios del cerdo, Arist.HA 603a32, cf. Spir.483a22 (var.), del hombre, Asclep. en Placit.4.22.2.

Russian (Dvoretsky)

βράγχιον: τό
1) pl. жабры Arst., Theocr.;
2) pl. жаберные отверстия (щели) Arst.;
3) тж. pl. бронхи (Arst. - v. l. βρόγχια).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βράγχιον -ου, τό, demin. van βράγχος, kieuw, meestal plur.