πλησιασμός

From LSJ
Revision as of 19:55, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

κούφα σοι χθὼν ἐπάνωθε πέσοι → may earth lie lightly on thee, may the earth rest lightly on you, may the ground be light to you, may the earth be light to you

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλησιασμός Medium diacritics: πλησιασμός Low diacritics: πλησιασμός Capitals: ΠΛΗΣΙΑΣΜΟΣ
Transliteration A: plēsiasmós Transliteration B: plēsiasmos Transliteration C: plisiasmos Beta Code: plhsiasmo/s

English (LSJ)

ὁ, Dor. πλᾱτιασμός Dius ap.Stob.4.21.16:—

   A approach, φοβεροῦ Arist.Rh.1382a32, cf. A.D. Adv.161.21.    2 sexual intercourse, Arist.HA536a15, Poll.5.93.

German (Pape)

[Seite 635] ὁ, Annäherung, Nähe, φοβεροῦ, Arist. rhet. 2, 5; Umgang, bes. fleischlicher, D. L. 2, 100.

Greek (Liddell-Scott)

πλησιασμός: ὁ, Δωρ. πλᾱτιασμός, Δῖος παρὰ Στοβ. 409. 2· ― τὸ πλησιάζειν, προσέγγισις, τοῦ φοβεροῦ Ἀριστ. Πολιτ. 2. 5, 2. 2) σαρκικὴ μῖξις, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 9, 11, Πολυδ. Ε΄, 93, Δῖος παρὰ Στοβ. ἔνθ’ ἀνωτ.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
approche.
Étymologie: πλησιάζω.

Greek Monolingual

και δωρ. τ. πλατιασμός, ὁ, Α πλησιάζω
1. η πράξη του πλησιάζω, προσέγγιση, ζύγωμα, σίμωμα
2. (κυρίως για ζώα) σαρκική ένωση, συνουσία.

Greek Monotonic

πλησιασμός: ὁ, Δωρ. πλᾱτιασμός, Δίος παρά Στοβ.· πλησίασμα, προσέγγιση, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

πλησιασμός:
1) приближение (τοῦ φοβεροῦ Arst.);
2) Arst. = πλησίασις.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πλησιασμός -οῦ, ὁ [πλησιάζω] het dichterbij komen, nadering.

Middle Liddell

πλησιασμός, οῦ, ὁ,
Dius in Stob.:— an approaching, approach, Arist.