ἄρρατος

From LSJ
Revision as of 20:00, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄρρᾱτος Medium diacritics: ἄρρατος Low diacritics: άρρατος Capitals: ΑΡΡΑΤΟΣ
Transliteration A: árratos Transliteration B: arratos Transliteration C: arratos Beta Code: a)/rratos

English (LSJ)

ον,

   A = σκληρός, ἀμετάστροφος, Pl.Cra.407d; ἄ. καὶ μνήμων Id.R.535c; θάρσος prob. l. in Id.Ax.365a; ἀνέρος ἀρράτοιο Euph. 24.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qu’on ne peut briser, solide.
Étymologie: ἀ, ῥαίω.

Spanish (DGE)

(ἄρρᾱτος) -ον
irrompible, inquebrantable de hombres o cualidades varoniles κατὰ τὸ σκληρόν τε καὶ ἀμετάστροφον, ὃ δὴ «ἄρρατον» καλεῖται Pl.Cra.407d, μνήμων δὴ καὶ ἄ. Pl.R.535c, θάρσος Pl.Ax.365a, ἀνέρος ἀρράτοιο Euph.32.

• Etimología: Etim. dud. Quizá de la raíz *u̯er-t- ‘volver’, lat. uertō, etc.

Greek Monolingual

ἄρρατος, -ον (Α)
ο σκληρός, ο άκαμπτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβ. ετυμολ. < α-Fρᾰτ-ος. Ο τ. ανάγεται πιθ. σε IE. ρίζα wert- «στρέφω, γυρίζω» και συνδέεται με το λατ. vertō «στρέφω» (πρβλ. δωρ. ρτάνᾱν «κουτάλι»)].

Greek Monotonic

ἄρρατος: -ον (ῥαίω), γερός, σκληρός, στερεός, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ἄρρατος: Plat. = ἀρραγής.

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: = σκληρὸς ἀμετάστροφος (Pl. Kra. 407d).
Other forms: In Euph. 24 the α is long.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unknown. From *ἀ-Ϝρατ-ος, PIE. *u̯ert- turn?, cf. ῥατάναν. Schwyzer RhM 80, 209ff., Sommer Nominalkomp. 86, in which case the length of the α would be incorrect. An analysis -Ϝρα-τος is more obvious.

Middle Liddell

ῥαίω
firm, hard, solid, Plat.