ἀχρημοσύνη
From LSJ
ὥσπερ ἀνέµου 'ξαίφνης ἀσελγοῦς γενοµένου → just as when a wind suddenly turns foul, just as when a wind suddenly turns nasty
English (LSJ)
ἡ,
A want of money, Od. 17.502, Thgn.156.
German (Pape)
[Seite 419] ἡ, Od. 17, 502, ἅπαξεἰρημ.; Theogn. 156; Soph. frg. 658.
Greek (Liddell-Scott)
ἀχρημοσύνη: ἡ, ἔλλειψις χρημάτων, Ὀδ. Ρ. 502, Θέογν. 156.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
pauvreté.
Étymologie: ἀχρήμων.
English (Autenrieth)
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
pobreza, penuria ἀ. γὰρ ἀνώγει Od.17.502, cf. Thgn.156, Poll.3.111, 6.197, Hsch., Tz.Ep.19.
Greek Monolingual
ἀχρημοσύνη, η (Α) αχρήμων
έλλειψη χρημάτων.
Greek Monotonic
ἀχρημοσύνη: ἡ, έλλειψη χρημάτων, σε Ομήρ. Οδ., Θέογν.
Russian (Dvoretsky)
ἀχρημοσύνη: ἡ Hom. = ἀχρηματία.