γαστροειδής
μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale
English (LSJ)
ές,
A paunchlike, round, ναῦς Plu.Per.26: in Eust.1684.28 γαστρο-οίδης (leg. γαστροίδης).
German (Pape)
[Seite 476] ές, bauchartig, ναῦς, bauchig, Plut. Pericl.26.
Greek (Liddell-Scott)
γαστροειδής: -ές, ὅμοιος γαστέρι, κυρτός, στρογγύλος, ναῦς Πλούτ. Περικλ. 26· παρ’ Εὐστ. 1684. 28, γαστροοίδης.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
en forme de ventre.
Étymologie: γαστήρ, εἶδος.
Spanish (DGE)
-ές
• Alolema(s): γαστροίδης Phot.γ 38; γαστροοίδης Hsch., Eust.1684.28
ventrudo, panzudo ναῦς Plu.Per.26
•de pers. barrigudo Hsch., Phot.l.c., Eust.l.c.
Greek Monolingual
γαστροειδής, -ές (Α)
διογκωμένος στο μέσον, όμοιος με γαστέρα στο σχήμα.
Greek Monotonic
γαστροειδής: -ές (εἶδος), όμοιος με κοιλιά, στρογγυλός, κυρτός· ναῦς, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
γαστροειδής: пузатый, с выпуклым кузовом (ναῦς Plut.).