Διομήδειος

From LSJ
Revision as of 21:05, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this

Source

Greek (Liddell-Scott)

Διομήδειος: -α, -ον, ὁ ἀνήκων ἢ ὅμοιος τῷ Διομήδει, ἡ Διομήδεια λεγομένη ἀνάγκη, δηλ. ἀπόλυτος, ἄφυκτος ἀνάγκη, Πλάτ. Πολ. 493D, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1029 (περὶ τοῦ τύπου πρβλ. Ἀδράστεια, Πολυδεύκεια, κτλ.), -παρομία ποικίλως ἑρμηνευομένη, ἴδε Σουΐδ. καὶ Παροιμιογρ. (ἔνθα Διομήδειος ἀνάγκη) καὶ Κόντ. ἐν Σωκράτ. Α. σ. 305.

Spanish (DGE)

-α, -ον

• Morfología: [-ος, -ον Clearch.68, Str.2.5.20, 5.1.9, Hsch.]
de Diomedes, diomedeo
1 Δ. ἀνάγκη prov. obligación forzosa, fatal Ar.Ec.1029, Pl.R.493d, Clearch.l.c., Hsch., Sud., Δ. ἔπος Sud., Diomedias praeteribo aues en las que se convirtieron los compañeros de Diomedes, Plin.HN 10.126.
2 geog., plu. ref. a las islas del Adriático hoy llamadas Tremiti αἱ Διομήδειοι νῆσοι Str.ll.cc., αἱ Διομήδειαι νῆσοι Artem.Eph.Geog.45, δύο νῆσοι Διομήδειαι Str.6.3.9, Διομήδειαι νῆσοι εʹ Ptol.Geog.3.1.69, (tb. como subst. sg. Διομήδεια q.u.).

Greek Monotonic

Διομήδειος: -α, -ον, αυτός που ανήκει ή είναι όμοιος με το Διομήδη· ἡ Διομήδεια λεγομένη ἀνάγκη, δηλ. απόλυτη, μοιραία, αναπόφευκτη ανάγκη, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

Διομήδειος: и 2 диомедов: Διομηδεία (v. l. Διομήδεια) νῆσος Arst. Диомедов остров (близ Апулии); Διομήδεια ἀνάγκη погов. Arph., Plat. диомедово принуждение (намек на царя племени бистонов во Фракии Диомеда, см. Διομήδης 2, который вынуждал своих пленников сожительствовать с его дочерьми).

Middle Liddell

Διομήδειος, η, ον adj
of or like Diomedes, ἡ Διομήδεια λεγομένη ἀνάγκη, i. e. absolute, fatal necessity, Plat.