δύσδαμαρ

From LSJ
Revision as of 21:15, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δύσδᾰμαρ Medium diacritics: δύσδαμαρ Low diacritics: δύσδαμαρ Capitals: ΔΥΣΔΑΜΑΡ
Transliteration A: dýsdamar Transliteration B: dysdamar Transliteration C: dysdamar Beta Code: du/sdamar

English (LSJ)

αρτος, ὁ, ἡ,

   A ill-wedded, A.Ag.1319.

German (Pape)

[Seite 677] αρτος, ἡ, durch die Gattin unglücklich, Aesch. Ag. 1292.

Greek (Liddell-Scott)

δύσδᾰμαρ: αρτος, ὁ, ἡ, ἀτυχὴς ἐκ τῆς γυναικός του, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1319.

French (Bailly abrégé)

αρτος;
adj. m.
malheureux par sa femme.
Étymologie: δυσ-, δάμαρ.

Greek Monolingual

δύσδαμαρ(-ρτος), ο (Α)
αυτός που έχει κακή σύζυγο, που ατύχησε στον γάμο του.

Greek Monotonic

δύσδᾰμαρ: -αρτος, ὁ, ἡ, ατυχής στη σύζυγο, αυτός που ατύχησε στο γάμο του, κακοπαντρεμένος, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

δύσδᾰμαρ: μαρτος adj. несчастный из-за своей жены (ἀνήρ, sc. Ἀγαμέμνων Aesch.).

Middle Liddell

ill-wived, ill-wedded, Aesch.