ἐκνέμομαι

From LSJ
Revision as of 21:35, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this liferather, it is just a corpse with a soul

Sophocles, Antigone, 1165-7

Greek (Liddell-Scott)

ἐκνέμομαι: μέσ. μετ’ ἀορ. ἐξενεμήθην· ― καταβόσκομαι, καταβιβρώσκω, Λατ. depascor, τι Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 9. 16, 1· λύπης τὴν διάνοιαν ἐκνεμομένης Λουκ. Ἔρωτες 25. ΙΙ. μεταφ., ἀπομακρύνω, οὐκ ἄψορρον ἐκνεμεῖ πόδα; Σοφ. Αἴ. 369, πρβλ. Πινδ. Ν. 6. 27.

French (Bailly abrégé)

f. ἐκνεμοῦμαι, ao. Pass. ἐξενεμήθην;
mener paître ; conduire au dehors.
Étymologie: ἐκ, νέμω.

Greek Monotonic

ἐκνέμομαι: Μέσ. με Παθ. αόρ. αʹ ἐξενεμήθην, βγάζω για βοσκή· μεταφ., ἐκνέμεσθαι πόδα, στρέφω, γυρίζω, στρίβω το πόδι κάποιου, δηλ. απομακρύνω κάποιον, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἐκνέμομαι: 1) досл. пасти, перен. питать: μηδεμιᾶς λύπης τὴν διάνοιαν ἐ. Luc. никакой печалью не омрачать своего настроения;
2) уходить: ἄψορρον πόδα ἐ. Soph. уходить обратно.

Middle Liddell

Mid. with aor1 pass. ἐξενεμήθην
to go forth to feed: metaph., ἐκνέμεσθαι πόδα to turn away one's foot, Soph.