δυσαπάλλακτος
Οὐκ ἔστι πενίας οὐδὲ ἓν μεῖζον κακόν → Non ullum paupertate maius est malum → Als Armut gibt es keine größre Schlechtigkeit
English (LSJ)
ον,
A hard to get rid of, νοῦσος Hp.Nat.Mul. 40; ὀδύναι S.Tr.959 (lyr.); πρόσταγμα Isoc.10.28; ἀρρώστημα Arist. PA671b9, cf. Cat.10a4: c. gen., -ότεραι τῶν ἐμβρύων having difficulty in bringing forth, Id.HA587b1; δ. ἀπὸ λόγου a person hard to draw away from... Pl.Tht.195c. Adv. -τως, ἔχειν τινός Eust.1389.46, cf. Eustr. in EN140.18.
German (Pape)
[Seite 676] wovon man sich schwer losmachen kann, hartnäckig; ὀδύναι Soph. Tr. 955, Schol. δυσίατοι; ἀφ' ἑκάστου λόγου Plat. Theaet. 195 c; im compar., Tim. 85 b; δυσαπαλλάκτου προστάγματος Isocr. 10, 28; τῶν ἐμβρύων δ. γίγνονται Arist. de anim. 7, 10, sie können schwer entbunden werden; – Sp.
Greek (Liddell-Scott)
δυσαπάλλακτος: -ον, ἀφ᾿ οὗ δύσκολον εἶνε νὰ ἀπαλλαγῇ τις, ὀδύναι Σοφ. Τρ. 959· πρόσταγμα Ἰσοκρ. 213D· ἀρρώστημα Ἀριστ. Ζ. Μ. 3. 9, 4, πρβλ. Κατηγ. 8, 18· ‒ μετὰ γεν., δ. τῶν ἐμβρύων, ἔχουσα δυσκολίαν κατὰ τὸν τοκετόν, ὁ αὐτ. Ἱ. Ζ. 7. 10, 6· ‒ δ. ἀπὸ λόγου…, Πλάτ. Θεαιτ. 195C. ‒ Ἐπίρρ. -τως, Εὐστ. 1389. 46.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
dont on ne peut se délivrer.
Étymologie: δυσ-, ἀπαλλάσσω.
Spanish (DGE)
-ον
I 1de lo que es difícil desembarazarse, difícil de quitar o eliminar ὀδύναι S.Tr.959, νοῦσος Hp.Mul.2.141, cf. Nat.Hom.15, ἕλκη Hp.Prorrh.2.11, cf. 30, de una enfermedad, Pl.Ti.85a, πρόσταγμα δυσαπάλλακτον obligación ineludible Isoc.10.28, δ. θέα espectáculo del que es difícil apartarse Str.5.3.8.
2 que se libera o desembaraza difícilmente c. gen. o giro prep. ἀπ' ἑκάστου λόγου Pl.Tht.195c, δ. τῶν ἐμβρύων ref. a las parturientas que rompen aguas prematuramente, Arist.HA 587b1.
II adv. -ως en situación de librarse difícilmente διὰ τὸ τῆς συνηθείας ὑμᾶς δ. ἔχειν D.Chr.38.50, δ. εἶχε τῆς ... Καλυψοῦς Eust.1389.46, cf. Anon.in EN 140.18.
Greek Monolingual
δυσαπάλλακτος, -ον (AM)
αυτός από τον οποίο δύσκολα απαλλάσσεται κανείς.
Greek Monotonic
δυσαπάλλακτος: -ον (ἀπαλλάσσω), δύσκολος στο να απαλλαγεί κάποιος από αυτόν, φορτικός, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
δυσαπάλλακτος:
1) с трудом устранимый, неотвязный (ὀδύναι Soph.; πρόσταγμα Isocr.; ἔκστασις δ. καὶ ἀκίνητος Arst.; νόσος Plut.): δ. γενέσθαι τῶν ἐμβρύων Arst. иметь трудные роды;
2) с трудом отговариваемый (ἀφ᾽ ἑκάστου λόγου Plat.).
Middle Liddell
δυσ-απάλλακτος, ον adj ἀπαλλάσσω
hard to get rid of, Soph.