ἐνετή

From LSJ
Revision as of 21:55, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter

Menander, Monostichoi, 127
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνετή Medium diacritics: ἐνετή Low diacritics: ενετή Capitals: ΕΝΕΤΗ
Transliteration A: enetḗ Transliteration B: enetē Transliteration C: eneti Beta Code: e)neth/

English (LSJ)

, (ἐνετός)

   A = περόνη, pin, brooch, Il.14.180, Call.Fr.149, Mus.Belg.16.71 (Attica, ii A.D.).

German (Pape)

[Seite 839] ἡ, (das Eingesteckte), die Nadel, Spange; Il. 14, 180; Callim. tr. 149. Vgl. Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 313.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνετή: ἡ, (ἐνετός) = περόνη, «καρφίτσα», χρυσείῃς δ’ ἐνετῇσι κατὰ στῆθος περονᾶτο Ἰλ. Ξ. 180, Καλλ. Ἀποσπ. 149. Ὁ Ἡσύχ. προπαροξύνει τὴν λέξιν: «ἐνέτῃσι· περόναις, ἀπὸ τοῦ ἐνίεσθαι, ἢ πόρπαις».

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
agrafe.
Étymologie: ἐνετός.

English (Autenrieth)

(ἐνίημι): clasp, a species of περόνη, Il. 14.180†.

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ
fíbula, broche χρυσείῃς δ' ἐνετῇσι κατὰ στῆθος περονᾶτο Il.14.180, cf. Call.Fr.253.11, IG 22.3606.23 (II d.C.).

• Etimología: Der. verbal de ἐνίημι, v. ἵημι

Greek Monolingual

η (Α ἐνετή) ενίημι
νεοελλ.
1. στρ. πόρπη του ζωστήρα, του κολεού κ.λπ., κν. κόπιτσα, φιούμπα
2. (τεχν.) σιδερένιος σύνδεσμος που συνδέει δύο τμήματα ενός ξύλινου κατασκευάσματος
αρχ.
περόνη, βελόνη, καρφίτσα, πόρπη
(«χρυσείῃς δ' ἐνετῇσι κατά στῆθος περονᾱτο», Ομ. Ιλ.).

Greek Monotonic

ἐνετή: ἡ (ἐνετός), καρφίτσα, πόρπη, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ἐνετή: ἡ застежка, булавка Hom.

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: pin, brooch,
Other forms: ἐνετήρ, -ῆρος m. clyster-syringe,
Origin: IE [Indo-European] [502] *j̯eh₁- throw; make, do
Etymology: Verbal noun of ἐν-ίημι, s. ἵημι.

Middle Liddell

ἐνετή, ἡ, ἐνετός
a pin, brooch, Il.