ἕρπυλλος
Οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → Nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us
English (LSJ)
ὁ, poet. also ἡ, Theoc.Ep.1, AP4.1.54 (Mel.), Pancr. ap. Ath.15.677f:—
A tufted thyme, Thymus Sibthorpii, Cratin.98, Ar.Pax168, Thphr.HP1.9.4, al., CP2.18.2, Dsc.3.38.
German (Pape)
[Seite 1034] ὁ, auch ἡ, Mel. 1 (IV, 1, 54); bei Ath. XV, 677 f 681 e; eine Pflanze, Quendel, eine rankende, immergrüne Staude, den Musen heilig u. häufig zu Kränzen benutzt, Ar. Pax 168; Nic. Ther. 67 u. öfter; Hosch. 2, 66 u. a. sp. D.; Arist. H. A. 9, 40; Theophr., auch mit einem λ geschrieben.
Greek (Liddell-Scott)
ἕρπυλλος: ὁ, καὶ ποιητικῶς ἡ, Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 1, Ἀνθ. Π. 4. 1, 54, Παγκράτης παρ’ Ἀθην. 677F· εἶδος ἑρπυστικοῦ ἀειθαλοῦς φυτοῦ, Λατ. serpyllum, ἐξ οὗ κατεσκεύαζον στεφάνους· ἦν δὲ ἱερὸν ταῖς Μούσαις, Κρατῖνος ἐν «Μαλθακοῖς» 1, Ἀριστοφ. Εἰρ. 168. - Κατὰ Σουΐδ.: «ἕρπυλλος εἶδος ἄνθους, σαμψύχῳ ὅμοιον, ὃ μάλιστα ἐν τοῖς ὕδασι θάλλει. φυταρίου τι εἶδος· παρὰ τὸ ἕρπειν ταῖς ῥίζαις. ἔστι δὲ καὶ εὐωδέστατον».
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
serpolet, plante.
Étymologie: ἕρπω.
Greek Monolingual
ο (Α ἕρπυλλος, ὁ και ποιητ. ἕρπυλλος, ἡ) έρπω
1. ευώδης θάμνος της οικογένειας τών χειλανθών, αλλ. θύμος ο έρπυλλος
2. φρ. «ερπύλλου έλαιον» — άχρωμο ή ελαφρώς κιτρινωπό υγρό, αρωματικό και καμφορούχο που προέρχεται από τον θύμο τον έρπυλλο
αρχ.
ευώδης θάμνος, κληματώδης, αειθαλής, από τον οποίο οι αρχαίοι Έλληνες κατασκεύαζαν στεφάνια, πιθ. η καλαμίνθη η πολιά, αγριοβασιλικός.
Russian (Dvoretsky)
ἕρπυλλος: ὁ поэт. тж. ἡ бот. тимьян (Thymus serpyllum L) Arph., Arst., Theocr., Anth.
Middle Liddell
ἕρπυλλος, ὁ, ανδ ἡ,
creeping thyme, Lat. serpyllum, Ar., Theocr.