εὐμοιρία

From LSJ
Revision as of 22:45, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

Σὺν τοῖς φίλοισιν εὐτυχεῖν ἀεὶ θέλε → Bona sine amicis noli fortuna frui → Mit deinen Freunden wolle immer glücklich sein

Menander, Monostichoi, 488
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐμοιρία Medium diacritics: εὐμοιρία Low diacritics: ευμοιρία Capitals: ΕΥΜΟΙΡΙΑ
Transliteration A: eumoiría Transliteration B: eumoiria Transliteration C: evmoiria Beta Code: eu)moiri/a

English (LSJ)

ἡ,

   A happy possession of a thing, σώματος, φωνῆς, Luc.Eun.8, Salt.72; εὐ. τῆς αἱρέσεως excelling, Id.Rh.Pr.8; φύσεως εὐ. Ph.1.238, al.: abs., D.H.Rh.5.3; good fortune, Plu.2.14c, etc.

Greek (Liddell-Scott)

εὐμοιρία: εὐκληρία, εὐτυχία, καλὴ κατάστασις, σώματος, φωνῆς Λουκ. Εὐνοῦχ. 8, π. Ὀρχ. 72· εὐμοιρίᾳ τῆς αἱρέσεως τῆς τῶν λόγων καὶ ὁδῶν ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. Διδασκ. 8· ἀπολ., Διον. Ἁλ. π. Ρητ. 5. 3, Πλούτ. 2. 14C, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 bon état (du corps, de la voix, etc.);
2 abs. bonheur.
Étymologie: εὔμοιρος.

Greek Monolingual

εὐμοιρία, ἡ (Α) εύμοιρος
1. καλοτυχία, ευτυχία, καλή κατάσταση ενός πράγματος, προτέρημα, πλεονέκτημα («σώματος εὐμοιρίαν προσεῑναι φιλοσόφῳ», Λουκιαν.)
2. ευνοϊκή περίσταση, αγαθή συγκυρία («καὶ αὐτὸν μὲν εὐμοιρίας δεόμενόν ἐστι», Πλούτ.).

Greek Monotonic

εὐμοιρία: ἡ, ευκληρία, πλούτος ή ευτυχία, ευημερία, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

εὐμοιρία:
1) безупречное состояние, прекрасные качества (σώματος, φωνῆς Luc.);
2) счастье, благополучие Plut.

Middle Liddell

εὐμοιρία, ἡ,
happy possession of a thing, wealth or weal, Luc. [from εὔμοιρος