Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

προβάτιον

From LSJ
Revision as of 00:10, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προβᾰτιον Medium diacritics: προβάτιον Low diacritics: προβάτιον Capitals: ΠΡΟΒΑΤΙΟΝ
Transliteration A: probátion Transliteration B: probation Transliteration C: provation Beta Code: proba/tion

English (LSJ)

τό, Dim. of πρόβατον,

   A little sheep, Ar.V.955, Pl.293, Pl.Phdr.259a, Strato Com. 1.22, Sotad.9.3, Plu.Fab.1, Philostr. VA3.43; π. ἀγαπητόν Men.319.3; προβατίου βίος Ar.Pl.922; προβατίου γνώμη Procop.Arc.13; of a kid, Ar.Av.856.

German (Pape)

[Seite 711] τό, dim. von πρόβατον, Schäfchen; Ar. Plut. 293. 299, Plat. Phaedr. 259 a; Xen. An. 6, 1, 22, wo Krüger πρόβατα schreibt.

Greek (Liddell-Scott)

προβάτιον: τό, ὑποκοριστ. τοῦ πρόβατον, μικρὸν πρόβατον, «προβατάκι», Λατ. ovicula, Ἀριστοφ. Πλ. 193, 299, 922, Πλάτ. Φαῖδρ. 259Α.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
dim. de πρόβατον.

Greek Monolingual

τὸ, Α πρόβατον
1. μικρό πρόβατο, προβατάκι
2. ερίφιο, κατσικάκι.

Greek Monotonic

προβάτιον: τό, υποκορ. του πρόβατον, μικρό πρόβατο, Λατ. ovicula, σε Αριστοφ., Πλάτ.· πρβλ. πρόβατον.

Russian (Dvoretsky)

προβάτιον: (ᾰ) τό овечка Arph., Xen., Plat.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προβάτιον -ου, τό, demin. van πρόβατον, schaapje; overdr.. προβατίου βίον λέγεις dan heb je het over een leven als een dom schaap Aristoph. Pl. 922.

Middle Liddell

προβάτιον, ου, τό, [Dim. of πρόβατον
a little sheep, Lat. ovicula, Ar., Plat.; cf. πρόβατον.