πρέσβειρα
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
English (LSJ)
ἡ, fem. of
A πρέσβυς, θεῶν π. h.Ven. 32; π. Ἐρινύων E.IT963; opp. νεᾶνις, Ar.Lys.86; Com. of a large eel, π. Κωπᾴδων κορᾶν Id.Ach.883.
German (Pape)
[Seite 698] ἡ, = πρέσβα; θεῶν πρέσβειρα, H. h. Ven. 32; Eur. I. T. 963; Macedon. 38 (XI, 380); – komisch heißt bei Ar. der größte kopaische Aal πρέσβειρα Κωπᾴδων κορᾶν, Ach. 848.
French (Bailly abrégé)
ας;
adj.
c. πρέσβα.
Spanish
Greek Monolingual
η, ΝΑ
(ως θηλ. τ. του πρέσβυς) νεοελλ.
1. γυναίκα που είναι πρεσβευτής
2. η σύζυγος του πρέσβευτή
αρχ.
1. αυτή που έχει μεγάλη ηλικία
2. (στην κωμ.) το μεγαλύτερο χέλι της Κωπαΐδας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. τ. του πρέσβυς κατά το αυτιάνειρα].
Greek Monotonic
πρέσβειρα: ἡ, θηλ. του πρέσβυς = πρέσβα, σε Ομηρ. Ύμν., Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
πρέσβειρα: adj. f HH, Eur., Arph. = πρέσβα.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρέσβειρα -ας f. van πρέσβυς.