προθεραπεύω
Ἡ φύσις ἑκάστῳ τοῦ γένους ἐστὶν πατρίς → Natura generi cuique tamquam patria est → Die Heimat seiner Art ist jedem die Natur
English (LSJ)
A prepare beforehand, ἔρια (for dyeing) Pl.R.429e; π. ἑαυτῷ τὸν ἀκροατήν Ulp.Proll.D.; τῇ ῥητορικῇ Aristid.2.104 J.:— Pass., Thphr.HP7.3.5. II court beforehand, τινα J.AJ6.14.4; τοὺς δυνατούς Plu.Alc.25: metaph., π. ἐλπίδα οἷα πυλωρόν Ph.2.3. III Medic., treai first, Ruf.Fr.72 (Pass.).
German (Pape)
[Seite 723] vorher bedienen, besorgen, vorbereiten; Plat. Rep. VI, 429 e; Plut. Alc. 25.
Greek (Liddell-Scott)
προθεραπεύω: προπαρασκευάζω, ἔρια (πρὸς βαφὴν) Πλάτ. Πολ. 429Ε· πρ. ἑαυτῷ τὸν ἀκροατὴν Οὐλπ. προλεγ. εἰς Δημ. ΙΙ. περιποιοῦμαι προηγουμένως, τοὺς δυνατοὺς Πλουτ. Ἀλκ. 25.
French (Bailly abrégé)
1 préparer en vue de;
2 user à l’avance de ménagements envers, acc..
Étymologie: πρό, θεραπεύω.
Greek Monolingual
Α
1. προπαρασκευάζω, προετοιμάζω
2. κολακεύω προηγουμένως («τοῡ δήμου προθεραπεύειν καὶ ὑποδύεσθαι τοὺς δυνατούς», Πλούτ.)
3. θεραπεύω προηγουμένως.
Greek Monotonic
προθερᾰπεύω: μέλ. -σω,
I. ετοιμάζω από πριν, σε Πλάτ.
II. περιποιούμαι από πριν, σε Πλούτ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προ-θεραπεύω vooraf bewerken, overdr.. π. τοὺς δυνατούς de machtigen voor zich te winnen Plut. Alc. 25.6.
Russian (Dvoretsky)
προθερᾰπεύω: 1) заранее обеспечивать, заблаговременно подготовлять (τι Plat.);
2) окружать лестью, обхаживать (τοὺς δυνατούς Plut.).
Middle Liddell
fut. σω
I. to prepare beforehand, Plat.
II. to court beforehand, Plut.