πυργήρης

From LSJ
Revision as of 00:40, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πυργήρης Medium diacritics: πυργήρης Low diacritics: πυργήρης Capitals: ΠΥΡΓΗΡΗΣ
Transliteration A: pyrgḗrēs Transliteration B: pyrgērēs Transliteration C: pyrgiris Beta Code: purgh/rhs

English (LSJ)

ες, of a place,

   A furnished with towers, fortified, κώμη Orac. ap. Paus.10.18.2.

German (Pape)

[Seite 820] ες, im Thurme od. in den Festungswerken eingeschlossen, von einem Orte, mit Thürmen und Festungswerken versehen, Paus. 10, 18 Hesych. erkl. πυργήρως, μετέωρος ὡς πύργος, u. πύργηρα, τὰ θωράκια.

Greek (Liddell-Scott)

πυργήρης: -ες, ἐπὶ τόπου ἢ χώρας, ὁ ἔχων πύργους ὠχυρωμένους, κώμη Χρησμ. παρὰ Παυσ. 10. 18, 2. (Ἐσχηματίσθη ὡς αἱ λέξεις τειχήρης, ποδήρης, ἴδε τριήρης.)

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
muni de tours, de fortifications.
Étymologie: πύργος, ἄρω.

Greek Monolingual

-ῆρες, ΜΑ
(για τόπο) αυτός που έχει πύργους, οχυρωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πύργος + -ήρης (Ι) (πρβλ. ξιφ-ήρης)].

Greek Monotonic

πυργήρης: -ες (*ἄρω), λέγεται για τόπο ή χώρα, αυτός που έχει οχυρωμένους πύργους, Χρησμ. παρά Παυσ.

Middle Liddell

πυργ-ήρης, ες [*ἄρω]
of a place, fortified, ap. Paus.