σπερμολογία

From LSJ
Revision as of 01:05, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπερμολογία Medium diacritics: σπερμολογία Low diacritics: σπερμολογία Capitals: ΣΠΕΡΜΟΛΟΓΙΑ
Transliteration A: spermología Transliteration B: spermologia Transliteration C: spermologia Beta Code: spermologi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A babbling, gossip, Plu.Alc.36, 2.65b, etc.

German (Pape)

[Seite 920] ἡ, das Wesen u. die Handlungsweise eines σπερμολόγος, Schmarotzerei, Plut. Alc. 36 u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

σπερμολογία: ἡ, φλυαρία, ἀδολεσχία, Πλουτ. Ἀλκιβ. 36., 2, 63Β, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
bouffonnerie de parasite.
Étymologie: σπερμολόγος.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ σπερμολόγος
η διάδοση ανεξέλεγκτων και συχνά κακόβουλων φημών (α. «τα δημοσιεύματα ορισμένων εφημερίδων αποτελούν σπερμολογίες» β. «διαμιλλώμενος ύπερβαλέσθαι βωμολοχία και σπερμολογίᾳ», Πλούτ.).

Greek Monotonic

σπερμολογία: ἡ, φλυαρία, αδολεσχία, φημολογία, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

σπερμολογία: ἡ пустословие, бахвальство Plut.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σπερμολογία -ας, ἡ [σπερμολόγος] gezwets, praatjes, roddels:. σ. ναυτική zeemans-praatjes Plut. Alc. 36.2.

Middle Liddell

σπερμολογία, ἡ,
babbling, gossip, Plut. [from σπερμολόγος