τανύδρομος
From LSJ
αἴθ' ἔγω, χρυσοστέφαν' Ἀφρόδιτα, τόνδε τὸν πάλον λαχοίην (Sappho, fr. 33 L-P) → Oh gold-crowned Aphrodite, if only this winning lot could fall to me
English (LSJ)
ον,
A running at full stretch, A.Eu.371 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1067] den Lauf streckend od. ausdehnend, weit laufend, Aesch. Eum. 349.
Greek (Liddell-Scott)
τᾰνύδρομος: -ον, ὁ τρέχων πάσῃ δυνάμει, σφαλερὰ τανυδρόμοις κῶλα Αἰσχύλ. Εὐμεν. 371, πρβλ. τανύω ἐν τέλει, ταναύπους.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui court vivement, agile.
Étymologie: τανύω, δραμεῖν.
Greek Monolingual
και τανυσίδρομος, -ον, Α
αυτός που τρέχει πολύ γρήγορα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ- του ρ. τάννμαι «τεντώνομαι» + -δρόμος (< δρόμος). Ο τ. ταννσί-δρομος είναι αμφβλ. (πρβλ. ταννσίσκοπος)].
Greek Monotonic
τᾰνύδρομος: -ον, αυτός που τρέχει με όλη του τη δύναμη, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
τᾰνύδρομος: бегущий во всю прыть Aesch.