τρίπαις

From LSJ
Revision as of 02:00, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

τῷ πυρὶ τῆς ὁδοῦ τεκμαιρόμενοι → judging of the road by the fire

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρίπαις Medium diacritics: τρίπαις Low diacritics: τρίπαις Capitals: ΤΡΙΠΑΙΣ
Transliteration A: trípais Transliteration B: tripais Transliteration C: tripais Beta Code: tri/pais

English (LSJ)

[ῐ], παιδος, ὁ, ἡ,

   A having three children, Plu.Num.10; τιμὰς διώκει τρίπαιδας, = Lat. jus trium liberorum (τριπαιδίας cj. Doehner), Id.2.493e.

German (Pape)

[Seite 1145] παιδος, von, mit drei Kindern, drei Kinder habend, Sp.; τρίπαιδες τιμαί, ius trium liberorum, Plut. Num. 10.

Greek (Liddell-Scott)

τρίπαις: παιδος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων τρεῖς παῖδας, Πλουτ. Νουμ. 10· τιμὰς διώκει τρίπαιδας, τιμὰς τριῶν παίδων, Λατιν. jus trium liberorum (εἰ μὴ ἀναγνωστέον τριπαιδίας), ὁ αὐτ. 2. 493Ε.

French (Bailly abrégé)

τρίπαιδος (ὁ, ἡ)
1 qui a trois enfants;
2 qui concerne le nombre de trois enfants : τρίπαιδες τιμαί PLUT privilège des citoyens qui avaient trois enfants à Rome (lat. jus trium liberorum).
Étymologie: τρεῖς, παῖς.

Greek Monolingual

-αιδος, ὁ, ἡ, Α
αυτός που έχει τρία παιδιάτἆλλα πράττειν ἄνευ προστάτου διαγούσας, ὥσπερ αἱ τρίπαιδες», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + παῖς, παιδός (πρβλ. δί-παις)].

Greek Monotonic

τρίπαις: -παιδος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει τρία παιδιά, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

τρίπαις: παιδος (ρῐ) adj.
1) имеющий троих детей Plut.;
2) даваемый лицам, имеющим трех детей: τρίπαιδες τιμαί Plut. (лат. jus trium liberorum) закон о льготах для отцов трех детей.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τρίπαις -παιδος [τρι -, παῖς] als adj. met drie kinderen.

Middle Liddell

τρί-παις,
having three children, Plut.