ὑφορβός

From LSJ
Revision as of 02:25, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει → take up thy bed and walk, take up your bed and walk, pick up your mat and walk

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑφορβός Medium diacritics: ὑφορβός Low diacritics: υφορβός Capitals: ΥΦΟΡΒΟΣ
Transliteration A: hyphorbós Transliteration B: hyphorbos Transliteration C: yforvos Beta Code: u(forbo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A v. συφορβός, and add PPetr.2p.113 (iii B.C.).

German (Pape)

[Seite 1246] ὁ, wie συφορβός, ὑοφορβός, Sauhirt, Od. oft.

Greek (Liddell-Scott)

ὑφορβός: ἴδε συφορβός.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
porcher.
Étymologie: ὗς, φέρβω.

English (Autenrieth)

(ὗς, φέρβω): swineherd; with ἆνέρες, Od. 14.410. (Od.)

Greek Monolingual

και ὑοφορβός, ὁ, Α
(επικ. τ.) ο χοιροβοσκός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὗς, ὑός «χοίρος» + -φορβός (< φέρβω «τρέφω»), πρβλ. ἱππο-φορβός].

Greek Monotonic

ὑφορβός: ὁ, = συφορβός, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

ὑφορβός: ὁ [ὗς] свинопас Hom.

Middle Liddell

ὑ-φορβός, οῦ, ὁ, = συφορβός, Od.]