χαλαζάω
ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
English (LSJ)
A hail, Luc.Bis Acc.2: metaph., fall thick as hail, Com.Adesp.314. II (χάλαζα 11.1) to have pimples or tubercles, Ar.Eq.381; χαλαζῶσαι [ὕες] Arist.HA603b21.
German (Pape)
[Seite 1326] 1) hageln, behageln, Luc. bis acc. 2 u. a. Sp. – 2) Finnen im Fleische haben; Ar. Equ. 381; Arist. H. A. 8, 21.
Greek (Liddell-Scott)
χᾰλαζάω: ῥίπτω χάλαζαν, Λουκ. Δὶς Κατηγ. 2· πίπτω πυκνὸς ὡς χάλαζα, Κωμικ. Ἀνωνυμ. 123. ΙΙ. (χάλαζα ΙΙ. Ι) ἔχω ἐξανθήματα ἢ οἰδήματα, Ἀριστοφ. Ἱππ. 381· χαλαζῶσαι ὕες Ἀριστ. περὶ τὰ Ζῷα Ἱστ. 8. 21, 5. ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ τόμ. Α΄, σ. 777.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 tomber en grêle;
2 être ladre, maladie des porcs.
Étymologie: χάλαζα.
Greek Monotonic
χᾰλαζάω:I. ρίχνω χαλάζι, σε Λουκ.
II. έχω εξάνθημα ή πρήξιμο, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
χᾰλαζάω: 1) обрушиваться градом, насылать град (ἐν Γέταις Luc.);
2) быть зараженным эхинококками (αἱ χαλαζῶσαι ὕες Arst.).
Middle Liddell
χᾰλαζάω, [from χάλαζα
I. to hail, Luc.
II. to have pimples or tubercles, Ar.