καύχη

From LSJ
Revision as of 02:50, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καύχη Medium diacritics: καύχη Low diacritics: καύχη Capitals: ΚΑΥΧΗ
Transliteration A: kaúchē Transliteration B: kauchē Transliteration C: kaychi Beta Code: kau/xh

English (LSJ)

ἡ, = sq., ἐπέων καύχας, of heroic verse, Pi.N.9.7 (nisi leg. καυχᾶσς', i.e. καυχάεσσα, Dor.fem.of καυχήεις).

German (Pape)

[Seite 1409] ἡ, das Prahlen, die Prahlerei, Pind. N. 9, 7, im plur.

Greek (Liddell-Scott)

καύχη: ἡ, = τῷ ἑπομ., καῦχαι ἐπέων, ἐπὶ τῆς ἡρωϊκῆς ποιήσεως, Πινδ. Ν. 9. 15.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
jactance.
Étymologie: καυχάομαι.

Greek Monolingual

καύχη, ἡ (Α) καυχώμαι
καύχηση, καύχημα, το να επαινεί κανείς τον εαυτό του («θεσπέσια δ' ἐπέων καυχαῑς ἀοιδά πρόσφορος» — για την ηρωική ποίηση, Πίνδ.).

Greek Monotonic

καύχη: ἡ, = το επόμ., σε Πίνδ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καύχη -ης, ἡ [~ καυχάομαι] Dor. gen. -ας, lofprijzing.

Middle Liddell

καύχη, ἡ, = καύχημα, Pind.]