κελαινόβρωτος

From LSJ
Revision as of 02:50, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

οὐ γὰρ ἂν τό γε πραχθὲν ἀγένητον θείη → since he cannot make what was done as though it had not come to pass

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κελαινόβρωτος Medium diacritics: κελαινόβρωτος Low diacritics: κελαινόβρωτος Capitals: ΚΕΛΑΙΝΟΒΡΩΤΟΣ
Transliteration A: kelainóbrōtos Transliteration B: kelainobrōtos Transliteration C: kelainovrotos Beta Code: kelaino/brwtos

English (LSJ)

ον,

   A black and bloody with gnawing, ἧπαρ A.Pr. 1025.

German (Pape)

[Seite 1414] schwarz und angefressen, ἧπαρ Aesch. Prom. 1027.

Greek (Liddell-Scott)

κελαινόβρωτος: -ον, μέλας καὶ αἱματηρὸς κατὰ τὴν βρῶσιν, κ. ἧπαρ Αἰσχύλ. Πρ. 1025.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
noir et rongé.
Étymologie: κελαινός, βιβρώσκω.

Greek Monolingual

κελαινόβρωτος, -ον (Α)
αυτός που είναι μαύρος και γεμάτος αίματα όταν τον τρώει κάποιος («κελαινόβρωτον δ' ἧπαρ ἐκθοινάσεται», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κελαινός + -βρωτός (< βρωτός < βιβρώσκω), πρβλ. θηρό-βρωτος, πυρί-βρωτος].

Greek Monotonic

κελαινόβρωτος: -ον, μαύρος και αιματηρός κατά τη βρώση, σε Αισχύλ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κελαινόβρωτος -ον [κελαινός, βιβρώσκω] donker afgevreten (lever van Prometheus).

Russian (Dvoretsky)

κελαινόβρωτος: черный и истерзанный, т. е. окровавленный (ἧπαρ, sc. Προμηθέως Aesch.).

Middle Liddell

κελαινό-βρωτος, ον
black and bloody with gnawing, Aesch.