κεμάς

From LSJ
Revision as of 02:54, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen

Menander, Monostichoi, 279
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεμάς Medium diacritics: κεμάς Low diacritics: κεμάς Capitals: ΚΕΜΑΣ
Transliteration A: kemás Transliteration B: kemas Transliteration C: kemas Beta Code: kema/s

English (LSJ)

άδος, ἡ,

   A young deer, pricket, between νεβρός and ἔλαφος (so Ar.Byz. ap. Eust.711.37, cf. Miller Mélanges de litt.gr.p.431), Il.10.361, Call.Dian.112, A.R.3.879, Herodic. ap. Ath.5.222a, Ael.NA14.14:—also κεμμάς (q.v.), and in Hsch. κεμφάς, (Cf. Skt. śáma-'hornless', Lith. šmúlas 'hornless', OE. hind.)

German (Pape)

[Seite 1416] άδος, ἡ, Reh, Hirschkalb, oder eine Antilopenart; Il. 10, 361; Callim. Dian. 112; Ap. Rh. 3, 879 u. a. sp. D.; mit langen röthlichen Haaren, Ael. H. A. 14, 14; ξουθή, bei Ath. 222 a. S. auch κεμμάς.

Greek (Liddell-Scott)

κεμάς: -άδος, ἡ, μικρά, νέα ἔλαφος. μεταξὺ νεβροῦ καὶ ἐλάφου (κατὰ τὸν Εὐστ.), Ἰλ. Κ. 361, Καλλ. εἰς Ἄρτ. 112, κτλ.· πρβλ. Αἰλ. π. Ζ. 14. 14· ὡσαύτως κεμμὰς (ὃ ἴδε), καὶ παρ’ Ἡσυχ. κεμφάς.

French (Bailly abrégé)

άδος (ἡ) :
faon, jeune biche, animal.
Étymologie: DELG skr. sáma- « sans cornes ».

English (Autenrieth)

άδος: a two-year old deer, Il. 10.361†.

Greek Monolingual

κεμάς, -άδος και ποιητ. τ. κεμμάς, και στον Ησύχ. κεμφάς, ἡ (Α)
μικρό, νεαρό ελάφι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ΙΕ ρίζα kem- «χωρίς κέρατα». Ο τ. κεμάς προέκυψε είτε από κάποιον αμάρτυρο τ. κέμος, με θ. σε -ο, αντίστοιχο του αρχ. ινδ. śama- «χωρίς κέρατα» (πρβλ. λίθος: λιθάς), είτε από θ. σε -m, οπότε συνδέεται με το αρχ. άνω γερμ. hinta «ελαφίνα» (πρβλ. νίφ-α: νιφάς). Η συνεσταλμένη βαθμίδα της ρίζας εμφανίζεται στο λιθουαν. šm-ulas «χωρίς κέρατα». Ο τ. κεμμάς με εκφραστικό αναδιπλασιασμό του -μ-. Ο τ. κεμφάς κατά τις ονομασίες ζώων σε -φος / -φας, πρβλ. γρομ-φάς.
ΠΑΡ. αρχ. κεμάδειον, κεμήλιος.
ΣΥΝΘ. αρχ. κεμαδοσσόος.

Greek Monotonic

κεμάς: -άδος, ἡ, μικρό, νέο ελάφι, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης κεμμάς, σε Ανθ. (άγν. προέλ.).

Russian (Dvoretsky)

κεμάς: άδος (ᾰ) ἡ молодой олень Hom.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κεμάς -άδος, ἡ jong hert.

Frisk Etymological English

-άδος
Grammatical information: f.
Meaning: young deer, young dog (Κ 361, A. R., Call.).
Other forms: also κεμμάς (Q. S., AP, H.; hypocor. gemination? and κεμφάς (H.; after the animal's names in -φάς, -φος as γρομφάς?)
Compounds: κεμαδο-σσόος hunting young deer (Nonn.).
Derivatives: κεμήλιος surn. of Dionysos (Alc. G 1, 8); after the dress, cf. Gentili Maia 2 : 3-4, 2f., Nilsson Gr. Rel. 1, 570f.; suffix however remarkable; cf. Risch IF 33, 195 with other interpretations; s. also on κειμήλιον. Note also κέμων (s. v.)
Origin: IE [Indo-European] [556; cf. 929 *sḱem-] *ḱem- without horn
Etymology: Deriv. in -άς, either from an o-stem *κέμος = Skt. śámaḥ without horn (cf. λίθος : λιθάς) or from an m-stem (νίφ-α : νιφάς), also found in the German. word for (female) dog, e. g. OHG hinta f. (PGm. *hin-ðī́ [-ði̯ō] < IE. *ḱem-tī́ like hund, PGm. *hun-ða- < IE. *ḱu̯n̥-tó-; s. κύων). Direct suffixal connection between κεμάς and the German. word is not to be supposed. The zero grade of the m-stem is retained in Lith. šm-ùlas without horn. Lubotsky, System 76 assumes *ḱemh₂-. - Wrong Specht Ursprung 132 a. 264. Cf. also Lüders KZ 56, 282ff.

Middle Liddell

κεμάς, άδος,
a young deer, a pricket, Il.:—also κεμμάς, Anth. [deriv. unknown