κερατέα

From LSJ
Revision as of 02:55, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

Ὑπὸ γὰρ λόγων ὁ νοῦς μετεωρίζεται ἐπαίρεταί τ' ἄνθρωπος → Borne up by words, the mind soars aloft, and we reach the heights (Aristophanes, Birds 1447f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κερατέα Medium diacritics: κερατέα Low diacritics: κερατέα Capitals: ΚΕΡΑΤΕΑ
Transliteration A: keratéa Transliteration B: keratea Transliteration C: keratea Beta Code: kerate/a

English (LSJ)

ἡ,

   A = κερατωνία, Gp.11.1; dub. sens. in POxy.2146.9 (iii A.D.), PGen.75.8 (iii/iv A.D.).

German (Pape)

[Seite 1422] ἡ, auch κερατεία u. κερατία, der Johannisbrotbaum; Strab. XVII, 822; Geopon.

Greek (Liddell-Scott)

κερατέα: ἢ ία, ἡ, ἡ ξυλοκερατέα, τὸ δένδρον τὸ παράγον τὰ ξυλοκέρατα (Ἀραβ. kharoob, χαρουπιά), ― πρῶτος τύπος ἐν Γεωπ. 11. 1, ὁ δὲ δεύτερος ἐν Στράβ. 822, Πλιν. 26. 34··― ὁ καρπὸς ἐκαλεῖτο πληθ. κεράτια, τά, Διοσκ. 1. 168, Εὐαγγ. κ. Λουκ. ιε΄, 16· καλεῖται παρὰ τοῖς Ἄγγλοις ἄρτος τοῦ ἁγ. Ἰωάννου ἐκ τοῦ ὅτι δῆθεν οὗτος ἦτο ὁ καρπὸς ὃν ἐκεῖνος ἔτρωγεν ἐν τῇ ἐρήμω· τρώγεται καὶ νῦν ἔτι ὑπὸ τῶν πτωχῶν ἐν Ἰταλίᾳ, ὡς καὶ παρ’ ἡμῖν ὡς τραγήματα, ἀλλὰ συνήθως δίδεται εἰς τοὺς χοίρους, διότι πιστεύεται ὅτι δίδει γλυκεῖάν τινα γεῦσιν εἰς τὴν σάρκα αὐτῶν. ― Ἴδε Κόντου Φιλολ. Σύμμ. ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Γ΄, σ. 557.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
caroubier, arbre.
Étymologie: κέρας.

Greek Monolingual

η (ΑΜ κερατέα)
η χαρουπιά
μσν.
χτύπημα με κέρατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας, -ατος + κατάλ. -έα (πρβλ. μηλ-έα, πορτοκαλ-έα)].

Greek Monotonic

κερατέα: ή -ία, ἡ, ξυλοκέρατο ή χαρουπιά (Αραβ. kharoob)· οι καρποί της, κεράτια, τά, ονομάζονται και ως «το ψωμί του Αγ. Ιωάννη», επειδή πιστευόταν ότι ήταν οι καρποί που έφαγε στην ερημιά, σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell


the carob or locust-tree (Arab. kharoob):—its fruit